1. Εισπράττω, κυρίως μετρητά.

Τα παντελόνιασες τα λεφτά ή σ' έχουν ακόμα στο περίμενε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
katsoyannou

Το λήμμα έχει καταχωριστεί με λάθος στη θέση του τόνου, σωστό είναι παντελονιάζω.