Άλλη μία ελληνική λέξη, της οποίας τα συνθετικά για να βρεθούν χρειάζεται επιστημονική έρευνα. Η συγκεκριμένη χρησιμοποιείται για τις πολύ λιγνές -έως και ανορεξικές- γυναίκες.

-Τι τσιτσιφλάγκουρο είναι αυτή η Μαίρη ρε αδερφάκι μου. Νομίζει ότι με το να είναι σαν οδοντογλυφίδα, αρέσει στους άντρες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
jesus

υποθέτω αποτελεί ηχητική εξέλιξη του όρου ξυλάγγουρο.
κ με την υπόθεση αυτή αυτοχρίζομαι κ επιστήμων:)