Λέξη σύνθετη. προέρχεται από το πυρκαι το κλανίδι(ουδέτερο, παρετυμολογικό της λέξης κλανιά). Αναφέρεται σε κατάσταση όπου το άτομο που προβαίνει στην ειδεχθή αυτή πράξη χρησιμοποιεί εκτός από την κλανιά του, η οποία μπορεί να διακριθεί σε εκούσια (όταν προσπαθεί από μόνος του να την αμολήσει) και την ακούσια (ως ανθρώπινη φυσική ανάγκη), και όργανα που μπορεί να προκαλέσουν εύκολη και γρήγορη ανάφλεξη, όπως αναπτήρας ή στουπί σε ακραία περίπτωση.

- Ρε μαλάκα Μήτσο, τι στον πούτσο κάνεις με τον αναπτήρα στον κώλο σου; Τον ασβεστώνεις τον τοίχο;
- Τι λες ρε μαλάκα; Προσπαθώ να κάνω πυροκλανίδι!!!

Απαραίτητος ο πυροσβεστήρας. (από nick, 26/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
vikar