Κατά το Τρυποκάρυδος (Γούντυ).

Είναι το είδος ανθρώπου που γενικώς ξύνεται όλη μέρα χωρίς να κάνει τίποτα. (βλ. ξυσαρχίδας, ξύσιμο συνεχές, και χωρίς ενοχές)

- Με μεταθέσανε σε άλλο τμήμα
- Και τι λέει; Πήξιμο;
- Μπα, ξυσοκάρυδος είμαι.

Τάρανδος ο ξυσοκάρυδος  (από allivegp, 06/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
agou

Respect...

#2
GATZMAN

Κάλλιο ξυσοκάρυδος παρά πασοκάρυδος

Ακούει ο πράσινος Τσε;Οβερ.