Στην κυριολεξία, το γόνιμο χώμα, η κοπριά.

Λέγεται μεταφορικά για το αυτοκίνητο που είναι χρέπι, κουβάς, σαράβαλο που δεν παίρνει από επισκευή, σουλούπωμα ή μάζεμα, και αξίζει το βάρος του σε κοπριά.

(Σε αντιπροσωπεία αυτοκινήτων)

- Πόσα πιάνει να αφήσω Lada Samara ρε λεβέντη για ανταλλαγή;
- Περίπου 100 ευρώ και να δούμε.
- Τι είπες ρε φίλε; '92 μοντέλο καταλυτικό είναι. Μόνο 100; Με σφάζεις!
- Το αυτοκίνητο είναι φουσκή κύριε μου. Ένας τόνος φουσκή κάνει 100 άντε 150.

(από slangprof, 01/12/08)(από slangprof, 01/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
poniroskylo

Από μια αναζήτηση στο google προκύπτει ότι:

  1. συνήθως γράφεται με -ι, φουσκί
  2. στην περίπτωση αύτή είναι ουδέτερο, το φουσκί
  3. φαίνεται να είναι έκφραση από την Ήπειρο
#2
GATZMAN

Στην Αρκαδία πάντως δε χρησιμοποιείται η λέξη κοπρία. Φουσκί και μόνο φουσκί.