Η βρώμα από την (συνήθως αθόρυβη) κλανιά κάποιου.

- Ρε μαλάκες ποιος έκλασε; Μου μυρίζει κλανίλα!

Βλ. και σχετικό λήμμα κωλίλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified