Χαρακτηρισμός που αναφέρεται σε κομμάτια uplifting trance, ένα είδος ηλεκτρονικής μουσικής (αντικειμενικά κακής ποιότητας) που ήταν στις ακμές του στο τέλος δεκαετίας '90 - αρχές '00. Κύριοι εκπρόσωποι ήταν ονόματα όπως Cyan, Cherouvim, Holymen, Starchildren κλπ, οι περισσότεροι Έλληνες. Τα κομμάτια εμφανίζονταν συνήθως σε συλλογές όπως Transistance και Melodic Morning, αν και κάποια συγκροτήματα έβγαζαν και ολόκληρα albums. Η μουσική συνδέθηκε στενά με μεγάλα μαζικά πάρτυ στα οποία γινόταν διακίνηση ναρκωτικών, ενώ μετά από μερικά χρόνια ξεχάστηκε τελείως σαν είδος. Το uplifting δεν πρέπει να συγχέεται με το goa και το psychedelic trance (π.χ. Astral Projection, Infected Mushroom) το οποίο προέρχεται κυρίως από το Ισραήλ ενώ μουσικά είναι πολύ πιο ενδιαφέρον. Σήμερα ελάχιστα ακούγεται αυτό το είδος, ίσως μόνο από κάποιους παλιούς fans και κυρίως για λόγους νοσταλγίας.

- Τι σκατά είναι αυτό που έχεις βάλει ρε Μάνο και μας τρυπάει τ' αυτιά;
- Βρήκα κάτι κομμάτια των Cyan που είχα από το γυμνάσιο...
- Χαχα έλεος, ποιος ακούει πλέον αυτές τις καραμούζες ρε;

(από Khan, 25/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομάδες Υποστηρίξεως Καψιμί.

Αυτοί που συχνάζουν όλη μέρα στο Κ.Ψ.Μ. και κωλοβαράνε τρώγοντας κρουασάν.

Είναι τα μικρά ξαδέρφια των γνωστών κομάντων Ο.Υ.Κ. (Ομάδες Υποβρυχίων Καταστροφών).

- Απόψε που έχει ντέρμπι, οι ΟΥΚάδες θα τα κάνουν όλα πουτάνα στο Κ.Ψ.Μ.!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βοηθητική δουλειά που κάνει ο φαντάρος, μετά από διαταγή ανωτέρου.

Οι αγγαρείες συνήθως σχετίζονται με καθαριότητα, όπως η καλλιόπη και το γόπινγκ. Δεν πρέπει να συγχέεται με την «υπηρεσία» η οποία γράφεται και είναι κάτι επίσημο (π.χ. σκοπιά). Πολλές αγγαρείες κάνουν συνήθως οι γιωτάδες, επειδή δεν συμμετέχουν σε ένοπλες υπηρεσίες και εκπαίδευση.

βλ. και αγγαρειομάχος,

- Έχει πήξει σήμερα ο Αναγνώστου! Από το πρωί οι ΕΠ.ΟΠ. τον έχουν χώσει σε αγγαρείες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικη προσφώνηση, κάτι παρόμοιο με το μεγάλε. Συνήθως πάει μαζί με ενθουσιαστικό τόνο.

- Φίλε, μόλις έκλεισα τα εισιτήρια για το γήπεδο!
- Μπράβο, τρελέ μου!!

Got a better definition? Add it!

Published

Τον έδειρα, τον σάπισα στο ξύλο.

- Σήμερα είχαν συγκέντρωση οι ακροδεξιοί, αλλά σε κάποια φάση έσκασαν οι αναρχικοί απ'τα εξάρχεια και τους έκαναν τ' αλατιού!

Got a better definition? Add it!

Published

Το κύπελλο στα αθλήματα, π.χ. στο ποδόσφαιρο.

- Να που ο γαύρος σήκωσε την κούπα και φέτος!

Got a better definition? Add it!

Published

Το λέμε μετά από φτάρνισμα κάποιου, για να του ευχηθούμε καλή υγεία, δηλαδή να μην κρυώσει ή αρρωστήσει γενικά (προφανώς είναι από το «υγιείτσες» -> «γείτσες»).

Είναι συνωνύμο με την κάπως λιγότερο slang έκφραση «με τις υγείες σου».

- Αψούουου!
- Γείτσες!!
- Ευχαριστώ!

(από joe909, 18/01/12)

Βλ. και α-ψάρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική συνήθως προσφώνηση που συνδυάζεται με αυταρχικό ή πονηρό ύφος π.χ. «πού ήσουν πουλάκι μου;», «ώστε έτσι πουλάκι μου!».

(διοικητής προς απλό φαντάρο, φωναχτά)

- Πού ήσουν πουλάκι μου το μεσημέρι που σε φωνάζαμε; Δεν είχες υπηρεσία θαλαμοφύλακα;
- Εμ... κοιμήθηκα, κύριε διοικητά.
- Κοιμήθηκες ε; Ώστε έτσι πουλάκι μου! Πάρε τώρα 5 φυ να έχεις.

σ.σ. το παράδειγμα είναι πολύ στο περίπου, δεν έχω πάει ακόμα φαντάρος.

Got a better definition? Add it!

Published

Δωροδοκώ κάποιον για να κερδίσω κάτι μη αξιοκρατικά. Στην Ελλάδα ειδικά αυτό γίνεται κατά κόρον από πολιτικούς και business μέχρι και εξετάσεις οδήγησης (και μη). Εξ ου και λάδι, το ουσιαστικό.

- Καλά, ο ξάδερφός σου είναι τελείως σκράπας οδηγός... αναρωτιέμαι πώς πήρε το δίπλωμα.
- Ε, αφού ξέρεις τώρα, λάδωσε και το πήρε νύχτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουκουλοφλώροι: Αρνητικός / ταπεινωτικός χαρακτηρισμός για τους γνωστούς - άγνωστους, τους κουκουλοφόρους.

- Μας τα 'καναν τσουρέκια τα κανάλια μ' αυτούς τους κουκουλοφλώρους πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified