Κατσικαννιάρης, -α, -ικο: (μειωτ.) αυτός που έχει πόδια κατσικιού. ΣΥΝ. στραβοκάννης, στραβοπόδης.
ΕΤΥΜ.: < κατσίκα + καννιά (τα πόδια) >
- Τι φάουλ μωρή σερπαντίνα, κατσικαννιάρη, τραγί, μούσχαρε εε μούσχαρε !!!
- Βγάλ' τον έξω σε παρακαλώ πάρα πολύ!
- 'Ντάξει, 'ντάξει, τέλος, τέλος, 'ντάξει θα κάτσω εδώ φρόνιμος, ήσυχος θα κάτσω. Έλα πάμε...
2 comments
GATZMAN
Ερώτηση:O όρος, έχει και τη σημασία του κατσικοπόδαρου;
Επισκέπτης
Δὲν ξέρω· τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι δὲν ἔχει σχέσι μὲ τὸ κατσικανό.