Αυτός/-ή που είναι δήθεν. Που παριστάνει τον κάποιο/την κάποια. Βγαίνει από το και καλά, με αλλοίωση του καλά σε καλούα από το ομώνυμο ποτό.
- Μιλάνε για συγκροτήματα ενώ δεν έχουν ιδέα από μουσική οι φλώροι... - Άσε μωρέ τους καικαλούες..
Got a better definition? Add it!
Published 2009-01-12 22:14:16+00:00 Last modified 2009-01-15 18:01:01+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
0 comments