Προέρχεται από την συγχώνευση των λέξεων τσιπούρα και μπούρδα. Χρησιμοποιείται κυρίως στο ψάρεμα για να δηλώσει τα άχρηστα ψάρια. Δύναται επίσης να χρησιμοποιηθεί αντί της λέξης μπούρδα για να προσδώσει περισσότερη έμφαση.

- Τι έγινε μάγκες; Βγάλατε τίποτα;
- Μπάαα μια λίγδα και κάνα δυο τσιμπούρδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
deinosavros

Ντροπής πράματα τώρα, λείπει ο πάπιος και δεν μπορεί να απαντήσει, αλλά λίγο ψιλομπάχαλο μου φαίνεται ο ορισμός. Ως λέξη δεν την έχω ξανακούσει (λεξιπλασία γαρ;;;), πάντως λίγδα/λιγδοπούλα είναι η μικρή τσιπούρα. Επιβεβαιώνεται και νετικώς από πολλές μπάντες.

#2
Galadriel

Συμπληρωματικός ορισμός: το σαχλό και αποτυχημένο τσιμπούκι αχαχαχαχα νομίζω κάηκα λίγο.