Further tags

Μία από τις λέξεις του 2023 ως απόδοση του αγγλικού hostile architecture. Η αρχιτεκτονική στους δημόσιους χώρους που αποθαρρύνει τους αστέγους από το να ξαπλώσουν, όπως παγκάκια με μπράτσα ή ακίδες σε λείες επιφάνειες.

Άρχισε και η Αθήνα μας να έχει εχθρική αρχιτεκτονική, λες και βρισκόμαστε στο Λονδίνο.

Got a better definition? Add it!

Published

Λημματογραφηθείσα ήδη το 2002 υπό Δρος Χαράλαμπου Γκούβα εις το πόνημα "Η ψυχολογία των ύβρεων και των ιδιωματισμών" (ISBN 960-87328-0-8), η εν λόγω λεξιπαιγνία αποτελεί μια αναδρομή στους χαλεπούς καιρούς του Ελληνικού Χρηματιστηρίου το 1999, όταν οι Έλληνες πρώτα πετούσαν πάνω σε "μαγικά χαρτιά" όπως η Αθηναϊκές Συμμετοχές ΑΕ, και στη συνέχεια έμειναν με το μπλου τσιπ στο χέρι.
Η πατρότητα της λεξιπαιγνίας αποδίδεται στους Αυτιά και Παπαδάκη, "τι πιο σύνηθες να συμβεί" (κατά την έκφραση του συναδέλφου των, Ευαγγελάτου).

Θάψιμο για Multirama: Εγώ δεν είμαι ονλινε στη Σοφοκλαίους και στο κάθε Σκρούτζ να βλέπω αν ανεβαίνει η τιμή κάποιου πράγματος ή κατεβαίνει.

Για το λόγο αυτό η Σοφοκλέους μετατράπηκε χιουμοριστικά, σε «Σοφοκλαίους» επειδή «οι άτυχοι» απ’ έξω έκλαιγαν καθημερινά τις χαμένες οικονομίες τους). Αγώνας Λάρισας, τεύχος 216 (Μάιος 2015)

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που λανσάρει νεοφυή επιχείρηση start-up.

Οι σταρταπάδες που εμπνέονται από την παράδοση πρώτα μας γέμισαν το κουλούρι Θεσσαλονίκης με σοκολάτα, μετά έβαλαν φιλαδέλφεια στο σουβλάκι μας κι επειδή δεν τολμάνε να κάνουν μπεργκεράδικα τα πατσατζίδικα που απέμειναν αποφάσισαν να διώξουν τον κόσμο από τη μυσταγωγία του πατσά (γιατί ο πατσάς δεν είναι φαΐ, είναι κοινωνική δραστηριότητα) και να τον εντάξουν στο netlflix and chill. Όταν βγούμε τελικά από την κρίση δε θα υπάρχει τίποτα όρθιο.

Got a better definition? Add it!

Published

Εναλλακτικά και 'βαράω τσάπα'. Υπάρχουν 2 έννοιες:

1) Γενικά η οποιαδήποτε κουραστική σωματική εργασία που κρατάει πολύ.

2) Οι έντονες σεξουαλικές επαφές, συνήθως μεγάλης διάρκειας. (κυρίως για τους άντρες).

Παραδείγματα:

1) - Φαίνεσαι κομμένος. - Έχει ανέβει πολύ η δουλειά αυτη την εβδομάδα και κάθε μέρα βαράμε γκασμά, άστα.

2) - Φαίνεσαι κομμένος - Είχα να βρεθώ καιρό με τη Μαρία και χθες βράδυ βάρεσα πολλή τσάπα, δεν ξεκολλούσαμε ο ένας απ'τον άλλον.

Got a better definition? Add it!

Published

ή και "χασάπη κάρβουνο". Η προτροπή-προσταγή απευθύνονταν από αρκετούς θεατές παλαιών κινηματογραφικών αιθουσών προς τον μηχανικό προβολής του σινεμά, όταν σκοτείνιαζε η εικόνα στην οθόνη προβολής, ελλείψει ισχυρού φωτισμού και αποτελούσε κυριολεξία. Η μηχανή προβολής της κινηματογραφικής ταινίας λειτουργούσε με ισχυρό φως που παράγονταν από το ηλεκτρικό τόξο δύο ηλεκτροδίων άνθρακα μαζί με έντονη θερμότητα, που συχνά προκαλούσε εμφανές λιώσιμο και διακοπή της ταινίας και που ο μηχανικός έπρεπε να αποκαταστήσει με ειδικό εξοπλισμό που διέθετε. Προϊούσης της προβολής τα ηλεκτρόδια φθείρονταν και ο μηχανικός έπρεπε να φροντίζει για την σωστή απόσταση τους η την αντικατάστασή τους. Συχνά όμως δεν το αντιλαμβάνονταν και του το υπενθύμιζαν οι θεατές με σκαιό τρόπο. Είναι βέβαιο ότι ελάχιστοι θεατές είχαν γνώση του τρόπου λειτουργίας της μηχανής προβολής, μολονότι χρησιμοποιούσαν την έκφραση. Η προσφώνηση "χασάπη" προήλθε κυρίως από κινηματογράφους β' προβολής, με φθηνότερο εισιτήριο και πιο λαϊκό κοινό, όπου οι celluloid ταινίες ήταν ήδη "ταλαιπωρημένες" από τα πολλά κοψίματα (εξ ου και χασάπης) και κολλήματα λόγω του ήδη μεγάλου αριθμού προβολών, ενώ συχνά απουσίαζαν μεγάλα τμήματα της ταινίας και η ασυνέχεια της σεκάνς ήταν πολύ εμφανής και ενοχλητική.

στο σινεμά οι θεατές όταν σκοτείνιαζε η προβολή: -χασάπη βάλε κάρβουνοοοο!!!

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι το κιτρικό οξύ η αλλιώς ξινό, που χρησιμοποιείται συνήθως στη μαγειρική και πωλείται σε μορφή κόκκων άλατος. Τουζού (tuzu) στα τούρκικα σημαίνει αλάτι. Ενώ toz σημαίνει σκόνη. Απανταται και με τις δυο εκδοχές.Λιμόντουζου η λεμόντουζου αλλά και σαν λιμόντοζου , λεμόντοζου.

Μαμά στη κόρη:-πετάξου μέχρι τον μπακάλη και αγόρασε μου ένα φακελάκι λεμόντουζου, θέλω να φτιάξω γλυκό.

Got a better definition? Add it!

Published

Σεφ ή εστιατόριο που έχει βραβευτεί με αστέρι Μισελέν. Η λέξη καθιερώθηκε με το πρώτο ελληνικό Μάστερ Σεφ (με τον Πετρετζίκη), όμως έγινε μέρος καθημερινότερων συζητήσεων με τα επόμενα, στο Σταρ.

Παράδειγμα:

Μισελενατο εστιατόριο ακριβώς δίπλα από την κεντρική πλατεία της Λιλ. Τα πάντα άψογα από το σέρβις μέχρι το φαγητό. https://www.tripadvisor.com.gr/Restaurant_Review-g187178-d2294762-Reviews-Monsieur_Jean-Lille_Nord_Hauts_de_France.html

(Απόσπασμα απο συνέντευξη Πετρετζίκη σε Ε. Μελέτη).

Μ: Στο δοκιμαστικό, τι σε έβαλαν να κάνεις βασικά; [...] Εσύ ήξερες τι μενού παρουσιάζει το εστιατόριο; Π: Ήτανε Μισελενάτο.

Got a better definition? Add it!

Published

Σεφ ή εστιατόριο που έχει βραβευτεί με αστέρι Μισελέν. Η λέξη καθιερώθηκε με το πρώτο ελληνικό Μάστερ Σεφ (με τον Πετρετζίκη), όμως έγινε μέρος καθημερινότερων συζητήσεων με τα επόμενα, στο Σταρ.

Παράδειγμα:

  1. Μισελενατο εστιατόριο ακριβώς δίπλα από την κεντρική πλατεία της Λιλ. Τα πάντα άψογα από το σέρβις μέχρι το φαγητό. https://www.tripadvisor.com.gr/Restaurant_Review-g187178-d2294762-Reviews-Monsieur_Jean-Lille_Nord_Hauts_de_France.html

  2. (Απόσπασμα απο συνέντευξη Πετρετζίκη σε Ε. Μελέτη).

Μ: Στο δοκιμαστικό, τι σε έβαλαν να κάνεις βασικά; [...] Εσύ ήξερες τι μενού παρουσιάζει το εστιατόριο; Π: Ήτανε Μισελενάτο.

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι ο στραγαλατζής, ο πωλητής στραγαλιών η φθηνών λαϊκών ξηρών καρπών γενικότερα όπως σπόρια φιστίκια αλλά και αμύγδαλα, φουντούκια, καρύδια, φιστίκια Αιγίνης κλπ. Κατά κανόνα προσδιορίζει τον πλανόδιο πωλητή. Επάγγελμα του παρελθόντος που τείνει να εκλείψει. Ο λεμπλεμπιτζής είτε κρατούσε καλάθι είτε διέθετε τροχήλατο θερμαινόμενο με κάρβουνα πάγκο-προθήκη για να τα διατηρεί ζεστά, εξ ου και το φουγάρο που προεξείχε και έβγαζε καπνό ερεθίζοντας ευχάριστα την όσφρηση των υποψήφιων πελατών. Σερβίριζε σε αυτοσχέδια χωνάκια που δημιουργούσε επί τόπου από χαρτί. Από το τούρκικο leblebi που σημαίνει στραγάλια, "ελληνιστί" και λεμπλεμπιά.

  1. Τώρα που θα περάσει ο λεμπλεμπιτζής, πες μου να σου αγοράσω μισό ευρώ φιστίκια.
  2. Πολύ μ αρέσουν τα ζεστά λεμπλεμπιά, αλλά χάθηκαν πια οι λεμπλεμπιτζήδες.

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για εργαλείο που χρησιμοποιείται από νταλικέρηδες όταν πάθουν λάστιχο. Ο σχεδιασμός του είναι μοναδικός, η ταχύτητα με την οποία μπορεί κανείς να αλλάξει λάστιχο ασύλληπτη, η ροπή του τερατώδης. Οι νταλικέρηδες το έχουν ερωτευθεί και κατακλύζουν το φουμπού με ερωτικά ποστ και τρυφερότητα για το ρώσο που τους έσωσε για να λάβουν απεριόριστα λάικς και λάβς.
Λέγεται 'ρώσος' γιατί η πατέντα είναι ρώσικη, ενώ συμπυκνώνει όλα τα χαρακτηριστικά της ρώσικης φυλής: κτηνώδη δύναμη ογκώδη άγνοια, τραγικότητα σε συνδυασμό με περιφάνεια, απλότητα, διάρκεια ενώ θυμίζει σε όλους το πως δενότανε τ' ατσάλι...

- Πωωωωω ρε φίλε. Το σαραντατρίο έπαθε λάστιχο κι έμεινα στην εθνική...
- Κάνε στην άκρη, έρχομαι με το ρώσο να σε σώσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified