Το θρασύ και απροκάλυπτο κατούρημα, κυρίως όταν είναι μεγάλης ποσότητας και συνοδεύεται από ιδιαίτερα επιθετική οσμή.

  1. Χθες, στο πάρτυ, η Τζένη με πήρε μαζί της έξω στον κήπο και έριξε μπροστά μου μια κατρούλα άλλο πράμα, δε χαμπαριάζει χριστό αυτή η γκόμενα...

  2. Πάνω που είχα πλύνει το αυτονίκητο και το είχα κάνει τζιζί, έρχεται ο σκύλος μου και του ρίχνει μια κατρούλα στη ζάντα, τό 'καψε μιλάμε!

Got a better definition? Add it!

Published

#1
poniroskylo

Το ξέρω ως κατούρλα.