πορδορούφης redirects to πορδορούφας (for which another 2 definitions have been submitted).

Αυτός που του αρέσει να μυρίζει (ρουφάει) πορδές.

Λέγεται και πορδορούφης.

Ο Γιάννης κλάνει συνέχεια σε κλειστούς χώρους. Είναι μεγάλος πορδορούφης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

Πρέπει να 'ναι σαδομαζοχιστική περίπτωση

#2
Galadriel