Αυτός που του αρέσει να μυρίζει (ρουφάει) πορδές.
Λέγεται και πορδορούφης.
Ο Γιάννης κλάνει συνέχεια σε κλειστούς χώρους. Είναι μεγάλος πορδορούφης!
πορδορούφης redirects to πορδορούφας (for which another 2 definitions have been submitted).
Αυτός που του αρέσει να μυρίζει (ρουφάει) πορδές.
Λέγεται και πορδορούφης.
Ο Γιάννης κλάνει συνέχεια σε κλειστούς χώρους. Είναι μεγάλος πορδορούφης!
Got a better definition? Add it!
2 comments
GATZMAN
Πρέπει να 'ναι σαδομαζοχιστική περίπτωση
Galadriel
Έλεος!