Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να δηλώσουμε οτι ένα μέρος είναι γεμάτο.

Συνώνυμο με το μπίμπα, τίγκα.

- Για δες μέσα, υπάρχει κανένα τραπέζι ;
- Μπα, φίσκα είναι, γάμα το. - Εντάξει, πάμε για αλλού.

Βλ. και κάργα, μπίμπα, τίγκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
nikolaosvlas

Ο ορισμός θα πρέπει να συμπληρωθεί και να λάβει περίπου την ακόλουθη μορφή:
Χώρος σε κατάσταση μεγάλης πληρότητας, αδιαχώρητου. Παράδειγμα: H πλατεία ήταν τίγκα από κόσμο. Η φύσκα ετοιμολογικά είναι από το αρχαίο και μάλιστα δωρικό, φύσκα, που είναι το παραγεμισμένο με κιμά σταφίδες κλπ έντερο. Ήταν ένα φαγητό ακριβώς σαν τη σημερινή κρητική οματιά, ή ματιά. Το υ έγινε ι κατά τη μεταχουντική απλοποίηση της γραφής. Σήμερα αν ρωτήσεις, εννέα στους δέκα θα σου πουν πως προέρχεται από ιταλική λέξη.

Βλέπε Λεξικό της Κοινής Νεοελληνιής [URL=http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CF%86%CE%AF%CF%83%CE%BA%CE%B1&dq=][/URL]

#2
MXΣ

φίλε Νίκος, μην παραλείψεις να αναφέρεις ότι εκ του «φύσκα» προέρχεται και η φούσκα αλλά ίσως και ο φούσκος (λόγω του ότι προκαλεί πρήξιμο;). ΟΚ;