Χρησιμοποιείται για ανθρώπους αποτυχημένους, απαθείς, αργόσχολους.

Σε συζήτηση μεταξύ φίλων (εκ των οποίων ο ένας είναι τρελός τεμπέλης). - Ρε συ Μήτσο, το μαγαζί σου, δεν πάει καλά. Μάλλον δεν ξέρεις να το δουλεύεις!
-Τι; Μιλάς εσύ, ρε πεταμένε, που όλη μερα κοιμάσαι και δεν έχεις καταφέρει να στεργιώσεις σε μια δουλειά;

Σχετικά λήμματα: πεταμένη, η, του πεταματού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified