Χρησιμοποιείται για ανθρώπους χαζούς, ανόητους, βλάκες. Ανθρώπους που ασχολούνται συνέχεια με ανούσια πράγματα και κάνουν ηλιθιότητες (καμία μα καμία σχέση με το όνομα του ποδοσφαιριστή).

-Γρήγορα, γρήγορα θα αργήσουμε στο ραντεβού με τον γιατρό!
-Τώρα ρε, να περάσω αυτή την πίστα και φεύγουμε!
-Τελείωνε ρε γκέκα, να πούμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
kakistos

Ο όρος «γκέκας» έχει την σκωπτική σημασία του «άξεστου αγροίκου» και αρχικά χαρακτήριζε τους αλβανόφωνους ποιμένες, όπως οι όροι «Βλάχος»/«Μπουρτζόβλάχος» αρχίκά χαρακτήριζαν βλαχόφωνους ποιμενικούς πληθυσμούς.

Ετυμολογικά, η λέξη προέρχεται από την αλβανική φυλή των Γκέγκιδων (Ghegs).

Παράδειγμα παραδοσιακής χρήσης στο [08:50] εδώ, όπου η Σαμιωτάκη λέει στον αρβανίτη «Έι εσένα το λέω Γκέκα !!! Που πας ; Μόνον καθώς πρέπει άνθρωποι μένουν εκεί απάνω !!!».