O τρελιάρης. Aυτός που δεν μασάει και κάνει ό,τι τρέλα θες.

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσουμε κάποιον, που είναι μορφή και δεν κωλώνει.

- Τον είδες; Πήγε και ζήτησε καπότες από τον ταρίφα, έλεος!
- Ναι ρε μαλάκα, τι έκανε ο ντελνός!

Βλ. και τρελάκιας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified