1) Λέξη η οποία χρησιμοποιείται έντονα από άτομα που δυσκολεύονται να πουν το «ρ», ή τυχαίνει να πατήσουν το «ε» αντί του «ρ», και σημαίνει «προτείνω».

2) Λέξη που χρησιμοποιείται από αρσενικά για να δείξουν ποιο θηλυκό προτιμάνε ανάμεσα σε δύο.

- Ρε συ, μπάνικα τα γκομενάκια απέναντι, ποια σου αρέσει περισσότερο;
- Πεοτείνω προς τη δεξιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θηλυκό του οποίου τα χαρακτηριστικά είναι τέτοια ώστε ούτε άσχημη δεν είναι αλλά ούτε και θεά, αλλά άνετα κάποιος θα ήθελε να έρθει σε σεξουαλική επαφή μαζί της. Σε περίπτωση τώρα που το θηλυκό μπορεί να προκαλεί τα αρσενικά στο να θέλουν πολύ έντονα να έρθουν σε σεξουαλική επαφή μαζί της, είτε λόγω χαρακτηριστικών είτε λόγω χαρακτήρα, τότε η κοπέλα θεωρείται άκρως ιππεύσιμη.

- Ωραίο το μωρό που κάθεται απέναντι ρε φίλε... Ιππεύσιμο!
- Καλό είναι, αλλά αυτό που περνάει τώρα φίλε την πατάει... άκρως ιππεύσιμη η κοπέλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified