Η λέξη χασπί προέρχεται από τα τσιγγάνικα και σημαίνει ησυχία, μόκο, τουμπεκί.

Ανδρεάς: Φέρε τα γκαφρά!

Κώστας: Ρε βλάκα, χασπί! Τα λεφτά θα τα πάρεις όταν τελειώσει η δουλειά!\

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified