Άτομο που επιδίδεται συχνά στην πράξη του σάπινγκ.
Ο τύπος την άραξε σε μιά καρέκλα σε όλο το γλέντι και δεν κουνήθηκε καθόλου. Μιλάμε για τεράστιο σάπιλ..
Συνώνυμα
σαπίδι, το
Άτομο που επιδίδεται συχνά στην πράξη του σάπινγκ.
Ο τύπος την άραξε σε μιά καρέκλα σε όλο το γλέντι και δεν κουνήθηκε καθόλου. Μιλάμε για τεράστιο σάπιλ..
σαπίδι, το
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόκειται για άτομο με την ιδιότητα του Σαπίλος (ή Σάπιλ), που όμως φέρει -από επιλογή ή εκ φύσεως- καράφλα.
-Βλέπεις τους τύπους εκεί που αράζουν; Ο ένας είναι μεγάλο σαπίδι. -Ποίος από όλους; -Ο καραφλοσάπιλ..
καραφλός, ο + Σαπίλος (ή Σάπιλ), ο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified