Η βρωμίτσα που μαζεύεται στ' αυτιά ή ανάμεσα από τα δάχτυλα των ποδιών.

- Θα βγεις σήμερα;
- Τί;
- Λέω, θα βγεις σήμερα;
- Τί είπες;
- Θα βγεις ρεεεεεεε;
- Τί λες ρε, δεν ακούω;
- Πω ρε αδερφάκι μου, βγάλ' την κοθούμπρα απ' τ' αυτιά σου να ξεμπουκώσουν μπας κι ακούσεις τι σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθαρό συνώνυμο της λέξης «κάρκαδο», «καρκάδι». Χρησιμοποιείται κυρίως για να δώσουμε έμφαση με υποτιμητικό τρόπο στην συνήθεια που έχει κάποιος να σκαλίζει τη μύτη του.

- Ρε συ Μήτσο, τη βλέπεις αυτήν εκεί στη γωνία που σκαλίζει τη μύτη της;
- Πω ρε φίλε, ναι! Κοίτα μια καρκαδομπαρμπαλίγκρα που έβγαλε η μπιχλιάρα!

Got a better definition? Add it!

Published