ή «γαμήδας»

Ο ανώνυμος και αόρατος παραλήπτης ύβρεων & βωμολοχιών.

Πρόκειται για το αρσενικό γένος του όρου γαμίδι. Χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις που ο ομιλητής επιθυμεί να εκφράσει αγανάκτηση, θυμό, έκρηξη ή/και ταχύ εκνευρισμό. Δύναται να αντικαταστήσει τον «πούστη», τον «σπάστη» ή το ουδέτερο παράγωγο του, το γαμίδι. Αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι των εκφράσεων στιγμιαίας δυσανασχέτησης ή κατάρας.

Όταν ένα άτομο κάνει κάποιο στιγμιαίο λάθος: «Όχι ρε γαμίδα μου»

Όταν ένα άτομο εκπλήσσεται αρνητικά με μια είδηση: «Πω ρε γαμίδα…!»

Όταν ένα άτομο θυμώνει φευγαλέα με έναν άλλο οδηγό στο δίκτυο κυκλοφορίας: «Κοίτα έναν γαμίδα ρε!»

Got a better definition? Add it!

Published