Further tags

ή «γαμήδας»

Ο ανώνυμος και αόρατος παραλήπτης ύβρεων & βωμολοχιών.

Πρόκειται για το αρσενικό γένος του όρου γαμίδι. Χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις που ο ομιλητής επιθυμεί να εκφράσει αγανάκτηση, θυμό, έκρηξη ή/και ταχύ εκνευρισμό. Δύναται να αντικαταστήσει τον «πούστη», τον «σπάστη» ή το ουδέτερο παράγωγο του, το γαμίδι. Αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι των εκφράσεων στιγμιαίας δυσανασχέτησης ή κατάρας.

Όταν ένα άτομο κάνει κάποιο στιγμιαίο λάθος: «Όχι ρε γαμίδα μου»

Όταν ένα άτομο εκπλήσσεται αρνητικά με μια είδηση: «Πω ρε γαμίδα…!»

Όταν ένα άτομο θυμώνει φευγαλέα με έναν άλλο οδηγό στο δίκτυο κυκλοφορίας: «Κοίτα έναν γαμίδα ρε!»

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός ο άνθρωπος που είναι 1,90 και φαίνεται σαν κοκαλιάρικο γομάρι.

Αυτουνού του οποίου το κεφάλι είναι μεγαλύτερο σε πάχος από το υπόλοιπο δίμετρο σώμα του.

-Ρε φίλε τον θυμάσαι τον Παναγιώτη;

-Ναι ρε φίλε γιατί σε είπε κάτι;

-Δεν βλέπει που είναι καλαμοκανάς και τον κοροϊδεύουν όλοι, ήρθε να την πει και σε εμας τους φυσιολογικούς

Got a better definition? Add it!

Published

Ο φτωχομπινές που παριστάνει τον πλούσιο, ότι αγαπάει την πολυτέλεια, ότι ζει καλή ζωή. Συνήθως έχει ακριβό αυτοκίνητο και χαλασμένα δόντια.

-Κοίτα τον Μάκη με το τζιπ, πάλι κάνει εφέ στην γκόμενα. -Τι εφέ μωρέ να κάνει ο χλιμίτζουρας". Το πολύ να έχει 5€ βενζίνη μέσα στο ρεζερβουάρ.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο χαρακτηρισμός, πού κυριολεκτικά σημαίνει νεαρή αγελάδα, προσιδιάζει σε γυναίκα σχετικά νέα, ευτραφή, κατά προτίμηση με υπερβολικό μπούστο, χοντροκομμένη , άξεστη, γλωσσού, φωνακλού, αγενή, με κακούς τρόπους, επιθετική.

το πειραχτήρι της παρέας αναφωνεί, ανάμεσα σε πλήθος για ξεκάρφωμα και προς αποφυγήν παρεξήγησης, όπου παρευρίσκεται και η εν λόγω δαμάλα, και ο νοών νοείτω: -ίσα, μωρή δαμάλα!!

Got a better definition? Add it!

Published

Ψεύτης/τρα
Σε αντίθεση με τον ζαμπονιέρη, ο ζαμπονιάρης είναι ο ψεύτης. Σαν χαρακτηρισμός υπάρχει κυρίως στο νησί της Ρόδου και πιο συγκερκιμένα στα χωριά. Ο Ζαμπονιάρης/α δεν είναι απλά οποιοσδήποτε πει ψέματα, αλλά αυτός που λέει συνεχώς και όλοι τον έχουν καταλάβει.

Πάμε σήμερα στο Λόχαν; Άκουσα έχει τρελή φάση.
- Άσε βρε ζαμπονιάρη, απλά είναι όλες οι γκόμενες εκεί και θες να πας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αθάνατη ελληνική βρισιά βγαλμένη απο το θρυλικό πρωτάθλημα Β' ομάδων στα ΤΕΦΑΑ (Άρης - Ηρακλής, 0-1). Χαρακτηρίζει τον ομοφυλόφιλο άνδρα που είναι ένα σκαλοπάτι πιο πάνω στην ιεραρχία απο τους άλλους ομοφυλόφιλους άνδρες απο άποψη ομοφυλοφιλίας.

- Τι σφυρίζεις ρε πουσταροπούσταρε

Got a better definition? Add it!

Published

Μαζέτα, ή τριαντενή μαζέττα , ορίζεται ως ο/η δωροδοκημένος/η, ή ο/η ψεύτης/τρα , ή ο/η πονηρός/η. Προέρχεται απο την λέξη ιταλική mazzetta , που σημαίνει δωροδοκία. Συνήθως χρησιμοποιείται στον Ιαλυσό, μία πόλη του νησιού της Ρόδου, για να χαρακτηρήσει αυτόν που έχει δωροδοκηθεί, ή που λέει ψεμματα με κάποιον απώτερο σκοπό. Επίσης ως μαζέτα ή τριαντενή μαζέτα ( σ.σ Τριάντα = Ιαλυσός ), μπορεί να χαρακτηρισθεί και ο παπατζής

- Εμένα ο ξάδερφος μου δουλεύει στην ΝΑΣΑ

- Άντε μωρη τριαντενή μαζέτα στρίβε απο εδώ

Got a better definition? Add it!

Published

Η λέξη που περιγράφει έναν άνθρωπο χαζό, ή και ενοχλητικό με έφεση στην αποδοχή καρπαζιών, ολογράφως φάπας.

- Κοίτα τον Γιάννη πάλι πως μαλακίζεται

- Μία ζωή φυστίκας ήταν αυτός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαμαφάνς / Μαμά φανς ή Μητήρ φανς

Συνήθως χρησιμοποιείται για τη περιγραφή μιας ξενέρωτης κατάστασης. Όταν πια έχεις παρατήσει κάθε είδους πιθανής ελπίδας. Πιο απλοϊκά, έκφραση αγανάκτησης ή απογοήτευσης. (Κοινώς: γαμώτο,γτπ, σιχτιρ, κλπ.)

  • «Ρε μαλακά τελικά τι έκανες με την Κική; Τα βρήκατε;» «Άσε με μωρέ μαμαφάνς... Τίποτα»

  • «Τέλος οριστικά για οποία ελπίδα 8αδας είχαμε... Μαμά φανς ομάδα φέτος γτπμ.»

  • «4 μήνες καραντίνα μέσα στη σπηλιά μου σαν άστεγος έχω γίνει ρε πουστη. Το καλοκαίρι με τη Μαμαφάνς προβλέπω να καταλήγω.»

Got a better definition? Add it!

Published

Ο συνδυασμός ενός σκατού και μίας καπότας κατά τον οποίον το πρώτο βρίσκεται μέσα στο δεύτερο και το δεύτερο είναι καλά δεμένο.
Το αντικείμενο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως όπλο από απόσταση.
Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως προσβολή ή βρισιά· η χειρότερη έκδοση της καπότας

Πήγα το πρωί στην τουαλέτα και έφτιαξα μια σκαπότα για να την σκάσω στην μούρη του καθηγητή.

- Η Κατερίνα δεν είναι πάρα πολύ ενοχλητική;
- Ναι είναι μεγάλη σκαπότα.

Got a better definition? Add it!

Published