Ακούσια η ηθελημένη επαφη ανδρικου μοριου με οτιδηποτε ζωντανο. πχ ακοπουμπουτσι στο κουρεα, η μανατζερ σε εταιρεια που σκυβει να δει κωδικα
[Στο λεωφορειο, ωρα αιχμης] Καααανε ρε φιλε πιο κει, σε λιγο θα μπει ακουμποπουτσι -usb
Ακούσια η ηθελημένη επαφη ανδρικου μοριου με οτιδηποτε ζωντανο. πχ ακοπουμπουτσι στο κουρεα, η μανατζερ σε εταιρεια που σκυβει να δει κωδικα
[Στο λεωφορειο, ωρα αιχμης] Καααανε ρε φιλε πιο κει, σε λιγο θα μπει ακουμποπουτσι -usb
Got a better definition? Add it!
Μέθοδος «γραψίματος» των λεγομένων ενός τρίτου, cheap + bookmark.
— Γιάννη με άκουγες τόση ώρα ή τσιμπούκμαρκ; (κλασσική κρεβατοζμπαζμπουτσιά)
— Ναι αμίιι.
Got a better definition? Add it!