Τουρκικής προέλευσης λέξη (binlik) που σημαίνει χαρτονόμισμα χιλίων λιρών. Δηλώνει γενικά την μεγάλη ποσότητα πραγμάτων.

Είχε πολλά μπινελίκια στο τραπέζι.

Got a better definition? Add it!

Published