Η πηχτή μαζεμένη ύλη κουραδιών, σκουρόχρωμου συνήθως χρώματος, παρατημένη να σαπίζει σε τουαλέτα.

- Ρε φίλε πήγες στην τουαλέτα της Μαρίας;
- Γάμησέ τα ρε μάγκα, η μπιχλιάρα δεν έχει πλύνει και έχει στουμπώσει η γούρνα με πηξοσκάτι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified