(επίρρημα)
1. για να εκφράσει αποστροφή / απαξία μεταξύ φίλων
2. για να εκφράσει έκπληξη

  1. -Μπάρα-μπούρα μας ζάλισες με τη πάρλα σου τόση ώρα! Βάλε τάπα!
    -Ασταδιάλα ρε!

  2. -Ρε άνιωθε ο Μήτσος δεν είναι Ελλάδα τι τον παίρνεις τηλέφωνο; Την Τρίτη έρχεται από Λονδίνο...
    -Ασταδιάλα!

Βερσιόν Λεβέντη (από Khan, 12/01/12)

βλ. και άσταδγιάλα, ασσστεεάαααλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified