Further tags

Φράση (και κατόπιν λέξη) που δηλώνει είτε μεγάλη έκπληξη και σοκ, είτε οργή, η οποία όμως πάλι προκύπτει αναπάντεχα (το ωνασουγα, δηλαδή, δε θα ταίριαζε σε μια παγιωμένη δυσάρεστη κατάσταση, αλλά σε μια ξαφνική αναποδιά).

Εκ του "ω να σου γαμήσω", το οποίο δεν απευθύνεται σε κάποιο πρόσωπο ή αντικείμενο, αλλά γενικώς. Το "-μήσω" παραλείπεται είτε για λόγους ευπρέπειας, είτε για να δείξει ότι το αισθητήριο που προκαλεί την αντίδραση είναι τόσο ισχυρό, ώστε στη μέση της φράσης κόβεται η μιλιά του λέγοντος.

Εκ των υστέρων τα εναπομείναντα μέρη της φράσης συμπτύσσονται σε μία λέξη, ως "ωνασουγα". Η λέξη αυτή, αντίθετα με τους κανόνες της καθομιλουμένης ελληνικής, θα τονιζόταν στην πρώτη συλλαβή της "ώ", με έναν δευτερεύοντα τονισμό στο "σού".

Δεν έχει εξακριβωθεί ακόμα γιατί η φράση χρησιμοποιεί το "ω να σου γαμήσω" αντί του "ω να σε γαμήσω". Ίσως αφαιρετικά από το "ω να σου γαμήσω το Χριστό/Παναγία/ό,τι", ίσως και ως υπερδιόρθωση από τη Θεσσαλονικιώτικη σύνταξη.

Από τα βίντεο που στο τέλος κολλάει πάντα ένα «ΩΝΑΣΟΥΓΑ».

Αν μας μαθαίνει κάτι αυτό το βίντεο, εκτός από την διαολεμένη τύχη, είναι το πόσο μία GoPro μπορεί να αποκαλύψει τους εν δυνάμει δολοφόνους στο δρόμο.

Αυτός ο μοτοσικλετιστής ούτε έτρεχε, ούτε έκανε επικίνδυνες προσπεράσεις.

Απλά έτυχε να βρίσκεται εκεί την λάθος ώρα και στιγμή.

Got a better definition? Add it!

Published

Φρίκαρα. Τόσο όσο κι όταν μού'ρχεται περίοδος μαζί με την κακοδιαθεσία, την αβολεψιά, τους πόνους που τη συνοδεύουν ως δύσκολη κατάσταση. Ειδικά όπως όταν συμβαίνει σε απρόσμενες στιγμές που δεν μπορείς να παρέξεις τις πρώτες βοήθειες στον εαυτό σου από παυσίπονα μέχρι σερβιέτες και πρέπει να σκαρφιστείς πώς θα βρεθείς σε χώρο να το κάνεις με την ησυχία σου και πολύ περισσότερο όταν σου συμβαίνει την ώρα που έχεις μπαλαμουτιαστεί με το γκομενάκι κι είστε έτοιμοι για το κυρίως πιάτο. Εκτός από τη φρίκη, σημαίνει και το ξενέρωμα που το συνοδεύει.
Η φράση ακούγεται από άντρες που εννοούν ό,τι παρατηρούν στη γυναικεία συμπεριφορά τις δύσκολες μέρες του μήνα. Λίγη νευρικότητα, λίγη υστερία, λίγη έλλειψη ψυχραιμίας, λίγη επιθετικότητα, λίγη αντιπαθούκλα, λίγη στριγγλότητα, λίγη γκροτεσκίλα... Και που για άλλους λόγους αυτά τα συμπτώματα μπορεί να βασανίσουν και αυτούς.


- Άστα να πάνε... Κι εκεί που είχα από κάτω το γκομενάκι και γκάπα γκούπα, τσαφ! Σπάει το προφυλακτικό. Άσε δε που έχυνα σαν να μην υπάρχει αύριο και δεν μπορούσα να σταματήσω και με τίποτα. Σαρανταπέντε λεπτά παιδευόμουνα. Δεν ήμουν σε καλή μέρα και τελείωσα ανισόρροπα...
- Καλά κι όταν το κατάλαβες;
- Μού'ρθε περίοδος, κόντευα να τρελαθώ. Λίγο μετά πιο ψύχραιμος λέω "αγόρι μου ψυχραιμία, συμβαίνουν και αυτά, δε θα τρελαθείς κι όλα... Γαμιάς είσαι, φάτα τώρα"...
- Κι άμα σου σκάσει κάνα παιδί;
- Κοίτα, φτιαγμένος είμαι κι εκείνη το ίδιο κι είμαστε και σε καλή ηλικία γι' αυτό. Καλή κοπέλα είναι,λίγο μεγαλύτερη, δεν έχουμε προλάβει να γνωριστούμε και πολύ, αλλά όλα εντάξει. Εγώ είμαι μέσα. Δε θέλω να καταντήσω μπακούρι...
- Μαλάκα, σκάσε γιατί μ'αυτά π'ακούω θα μου'ρθει εμένα περίοδος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραπέμπει στον μαλακοβιόλη και του μοιάζει στη μαλακία, με τη διαφορά πως αυτός εδώ είναι σε όλα του μαλάκας ακόμα και στη στύση του που είναι μελάτη. Κατ' επέκταση, ο άχρηστος σε όλα του, το μπάζο, το βάρος της κοινωνίας, το στείρο στοιχείο που δεν κολλάει πουθενά και κοροϊδεύει ξεγελώντας τους άλλους με την παρουσία του πως κάτι κάνει, κάπου βόσκει εδώ γύρω και επικοινωνεί, ενώ ζει σε άλλο πλανήτη. Εκ του μαλάκας + καβιόλης (τεχνητό β' συνθετικό για να παραπέμπει στο χαζοβιόλη από κάβλα/καύλα και βιολί).

Εναλλακτικός τύπος ο μαλακοκαβλιάς (καβλιάς -καβλιάρης, αλλά μαλάκας, δηλαδή καβλομαλάκας) που του φέρνει αρκετά: έχει μεν επιδόσεις στο κρεββάτι, αλλά δεν ξέρει που το δίνει, έχει χαζοχαρούμενο γκομενικό κριτήριο και κάνει χαζοχαρούμενο σεξ και κατά κανόνα είναι και πρόωρος εκσπερματιστής.

Συνώνυμος, ο μαλακοκάβλης.


- Ήμουνα με τον Τάκη της προάλλες και...
- Ποιον εκείνον το μαλακοκαβιόλη που δεν του σηκώνεται όπως πρέπει;
- ΑΥΤΟΝ! Το ξέρεις κι εσύ;
- Την είχα πατήσει κι εγώ μαζί του. Βέβαια, πολύ παλιά... Καλά, μιλάμε το άτομο είναι τελείως ούφο. Πιο ούφο, πεθαίνεις!

χαρακτηρισμός προσώπου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουστιά του κερατά

Ο μικρός Σκρουτζ βιοπαλαιστής ακόμα όταν τον κορόιδεψε ο Ντικ με την αμερικάνικη δεκάρα - Από το "Βίος και πολιτεία του Σκρουτζ Μακ Ντακ" του Ντον Ρόσα

Καραμπινάτη πουστιά που τίθεται στο στόχαστρο αυτού που την αντιλαμβάνεται. Αρχικά εννοεί την πουστιά ανταπόδοσης στα κέρατα της μοιχείας (δηλαδή της σεξουαλικής πουστιάς, απιστίας, εξαπάτησης) στα πλαίσια του ρητού της Π.Δ. "οφθαλμός αντί οφθαλμού και οδόντος αντί οδόντι" για να μη μείνει δόντι για δόντι και το της Κ.Δ. "μάχαιραν έδωσες, μάχαιραν θα λάβεις" γιατί το κάρμα - η "Θεία Δίκη" καθ'ημάς - είναι πουτάνα - σκύλα - χώστρα, κάνει πουτανιές και ανταποδίδει τις πουστιές κι έτσι ο κερατάς βρίσκει τη δικαίωσή του και η σκληρότητα του αφοπλίζει τους πάντες, δικαίους και ειδικά αδίκους.
Δυστυχώς, πολλές φορές η πουστιά του κερατά πηγαίνει εκ των προτέρων εκεί που δεν πρέπει αλλά είναι και άνευ λόγου οξεία, διότι αυτός που εξαπατά δεν έχει εξαπατηθεί πιο πριν για να δικαιολογείται τέτοια αγριότητα ή και μηχανορραφία εις βάρος μακαρίων άλλων που αν και ζωντανοί νομίζουν ότι βρίσκονται στις Μπαχάμες (ενν. Οι Μακαρίες Νήσοι) και πόσο μάλλον θα είχαν το νου τους στο βρώμικο παιχνίδι... Καθώς όμως οι νόμοι της αγοράς συνοψίζονται στο Σκρούτζειο ΜακΝτάκειο:"[...]Θα γίνω πιο πονηρός από τους πονηρούς" λησμονώντας το "και θα κερδίζω χρήματα ΤΙΜΙΑ" που είναι η λήξη του αποφθέγματος και την έναρξή του "θα γίνω πιο σκληρός απ'τους σκληρούς". Και αφού δεν υπάρχει διάθεση για σκληρότητα, τρανσεξουαλικοκαβαλικεύει το πράγμα και προσπαθεί ο πράττων την "πουστιά του κερατά" να κερδίσει τα ίσα κι όμοια με κείνον που όλα τα σφάζει κι όλα τα μαχαιρώνει ακόμη κι αν (ο πούστης) δεν τ'αξίζει με τις πράξεις που κάνει και αυτά που υποτίθεται ότι προσφέρει(παρόλα αυτά έχει την παράλογη απαίτηση το έχει του να παραβγαίνει ενός αξιολογότερού του). Μπορεί αρχικά να τα καταφέρνει αλλά η άδικη "πουστιά του κερατά" πάει διπλή ταρίφα από το κάρμα και ο δράστης της κοντά στα θυμαράκια από το νταμπλάς μιας πουστιάς που έκανε τον κύκλο της, όσο και νά'θελε να μην τελειώσει ποτέ.

Πουστιά του κερατά ≠ postιά του κερατά.


- Κοίτα ρε τους μαλάκες... Πήγα κι εγώ να χαρώ σαν ξενομπάτης από τα μαρκούτσια του διαδικτύου, με τη χαρά του πρωτάρη που δοκιμάζει κάτι καινούργιο και την πάτησα. Γλυκάθηκα από τη χρήση του ίντερνετ στο κινητό μου και ξεπέρασα λέει - το μήνυμα που μου έστειλε η εταιρεία - το όριο των mb που δικαιούμουν τζάμπα αυτόν το μήνα με το πρόγραμμά μου... μα καλά ρε γαμώτο, πού τα ξόδεψα; Δεν πρόλαβα να κάνω και τίποτα... Ένα πρόγραμμα κατέβασα, που έψαξα για να το κατεβάσω κάμποσο και λίγο μίλησα στο βάιμπερ... Γαμώτο!...
- Ηρέμησε... Αυτά συμβαίνουν... Να ξέρεις. Εντάξει δε λέω, γιατί δεν είχες και κάνω τρελό πακέτο... Πουστιά του κερατά, έτσι;... Αυτή η εταιρεία είχε γλυκάνει και στο παρελθόν πολύ κόσμο με προσφορές της και τώρα που όλα κοπήκανε τους πάει γαμιώντας... Αλλά μη στενοχωριέσαι... Αυτή η καινούργια των Κυπρίων βγάζει τώρα και σιμ για κινητά κι αυτή θα πάρει τον πούλο, αν συνεχίσει αυτό το βιολί. Έννοια σου... Γερμανοτσολιάδες, σκατόφαρα...

Got a better definition? Add it!

Published

Το σύνδρομο της μαλαπέρδας, του μαλαπέρδα, του ψωλάρμπεη και όχι μόνον καθώς περιλαμβάνει και όσους εμπίπτουν στην κατηγορία "αν ήταν το πουλί βιολί, όλοι θά'ταν μουσικοί", ανεξαρτήτως μεγέθους προσόντων. Η βαριά και ανίατη μαλάκυνση που πλήττει ιδιαίτερα ευπαθείς ομάδες και ιδίως όσες δεν επικοινωνούν με τον αφαλό τους γιατί έχουν της ψωλής τους το χαβά. Από τα συνθετικά "μαλάκας" (χρησιμοποιείται το εκτενές θέμα της ρίζας για το α'συνθετικό κι όχι το συνεπτυγμένο) και "περδίαση" (ή από την "πέρδικα" με τη σημασία του οργάνου που σαν πουλάδα είναι ανώτερη από τις άλλες γιατί πηγαίνει στητή και καμαρωτή όπως κάθε σωστή πουλάδα που με χαρά την καλεί το προαιώνιο καθήκον να το εκπληρώσει, ή το "πέρδομαι" που λέει και το "κλάσε μας μια μάντρα πέρδικες" αντίς για "τ'αρχίδια" και που όλες μαζί σα σωστές πουλάδες μη αλανιάρες, βόσκουνε σε μάντρες.

Γιατρικό: ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ


- [...]Έλα ρε, θα πάμε;
- Πού' θα πάμε;
- Τί "πού" θα πάμε ρε μαλάκα! Στο γήπεδο!...
- Ποιο γήπεδο;
- Στο γήπεδο, που σήμερα έχει αγώνα και παίζουν οι δικοί μας...
-Ααα!
- Άξινος, ρε μαλάκα, που είσαι τόση ώρα που σου μιλάω; Πάλι μαλακοπερδίαση έχεις; Πόση ώρα έχεις σύνδεση με Κάιρο;

Σημείωση: Υπάρχει και το γαμάω Κάιρο που άμα τραβήξει κανείς τη σύνδεση απ'τα μαλλιά γίνεται "σύνδεση" ανεξαρτήτως προσόντων, γαμάει τη συζήτηση τόσο μακρινά μέχρι εκεί που φτάνει το Κάιρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που είναι χύμα, που κάνει, λέει και φέρεται όπως του 'ρχεται.

Τις πιο πολλές φορές είναι εύθυμος και πολύ κοινωνικός: η ψυχή της παρέας. Κάνει τους άλλους να ξεκαρδίζονται στα γέλια με την ελαφρότητα, την πετριά, την ωραία τρέλα του που σκοπίμως αψηφά τις κοινωνικές συμβάσεις. Άλλες φορές μπορεί να χρησιμοποιείται και με αρνητική διάθεση για κάποιον που είναι ανοργάνωτος, δεν μπορεί να βάλει τάξη στη ζωή του, να βάλει σε τάξη τη ζωή του και είναι φελλός στον αφρό κι όσα παίρνει ο άνεμος. Ή πρόκειται για το ίδιο άτομο από δύο διαφορετικούς παρατηρητές που το περιγράφουν, ή και για δύο διαφορετικά άτομα.

Συνώνυμο: ο μποέμ.

- Πρέπει να βγεις οπωσδήποτε μαζί μας το βράδυ... Θα είναι κι ο Πάκης μαζί. Καλά τί να σου πω... Ο τύπος, εντάξει, είναι φοβερός! Θα πάθεις την πλάκα σου μαζί του!
- Είναι χαβαλές, κι έτσι;
- Τί χαβαλές... Τί πλάκες, τί κουβέντες, τί πειράγματα... Μες στην τρελή χαρά μονίμως! Χυμαδιό τελείως!

- Τί χάλια είναι αυτά; Οι κάλτσες στο γραφείο σου, η τσάντα σου στο ξύλο της κουρτίνας, τα ρούχα σου πεταμένα εδώ και κεί, χώρια τη σκόνη... Πώς είναι έτσι το δωμάτιό σου; Δε σ' αντέχω άλλο... Είσαι χυμαδιό εντελώς! Έλεος!
- Αυτό μ' εκφράζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είσαι κραυγαλέα απάτη. Τόσο εξόφθαλμα ψεύδεσαι γι'αυτό το άλλο που προσπαθείς να περάσεις πως είσαι, που απέχει παρασάγκας από την πραγματικότητα. Εμπλέκεσαι σε καλοστημένες απάτες, καλοδουλεμένες οφθαλμαπάτες και (προσπαθείς να) δημιουργείς πειστικό σκηνικό για να στεγάσει αληθοφανώς την παράγκα σου. Συνήθως περνιέσαι για μεγάλος στα λόγια και ανύπαρκτος στα έργα - κυρίως φημίζεσαι για τις επιδόσεις σου ως εραστής. Άλλος τομέας κοινωνικών δραστηριοτήτων που σε συναρπάζει: οι επιχειρήσεις. Αν και είσαι άφραγκος Ωνάσης, την πουλάς γουστόζικα την παραμύθα και χαραμίζεσαι που δεν τό' χεις σκεφτεί να κάνεις καρριέρα πολιτκού, όπου επιβάλλεται να λες ψέμματα και λόγω ασυλίας να μην τις τρως. Έστω κι έτσι όμως, κάνεις το κομμάτι σου και είσαι μια όαση γέλωτος για τον βαρύθυμο και καταθλιπτικό κοσμάκη της σήμερον. Παλιάτσος, που εναλλακτική επαγγελματική πορεία θα μπορούσε να είναι σε ουάν στάντ κόμεντυ. Τέλος, εννοείται πως εκτός από θεοκόμματος είσαι και σφίχτης, παρότι το γυμναστήριο το βλέπεις μόνο μέσα από διαφημιστικά φυλλάδια. Προσπαθείς να πουλήσεις μούρη και τον παίρνουν χαμπάρι ως κι οι πέτρες (τον παραποιημένο εαυτό σου). Παρ΄ολα αυτά συνεχίζεις απτόητος κι ούτε που σε νοιάζει το δούλεμα πίσω - ή και μπροστά - απ 'την πλάτη σου .Είσαι η επιτομή του τιραμισουρεαλισμού (ερήμην σου;), ο "να μην κάνουμε, να μη λέμε κι όλας;".


1. - Και που λες, τέζα το γκομενάκι... Να τη βλέπεις τη μοντέλα να σπαρταράει στην αγκαλιά μου και να εύχεται να μην τελειώσει... Πςςς... Πόρωση...
- Ίσα, ρε Τέλη... Κατούρα και λίγο... Και γω σου λέω πως είσαι φάβα... καλό το δούλεμα, αλλά δεν υπάρχει απόδειξη γι' αυτά που λες...
2. - Και τί νόμιζες; Πως αν δεν ήθελα εγώ δε θα το είχα πάρει το άιφον το 6+ στα 128 γκίγκα; Αλλά δεν αξίζει... Για να περάσεις μουσική σου μέσα είναι ολόκληρη μανούρα... Ξέρεις πόσα βγάζω το μήνα; Αλλά δεν τα μπορώ ρε συ τα ποζέρια, που πουλάνε μούρη... Εγώ εντάξει είμαι ανώτερος κι αλλά προτιμώ το λόου προφάιλ γιατί είμαι και μετριόφρων... Καλό και το σάμσουνγκ εουρόπα... Τα ίδια κάνει μόνο λίγο πιο αργά...
- Ναι, καλά, θά΄θελες.. Και γω σου λέω πως ψοφάς να έχεις μια τέτοια κινητάρα... Κι όσο γι' αυτά που βγάζεις το μήνα... Είσαι φάβα ρε! Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια...
3. - Πω ρε... Πιάστηκα πάλι στο γυμναστήριο... Τέσσερις ώρες ήμουν και σήκωνα βάρη... Τί εικοσάκιλα, τί κέττλμπελ, τί πιλάτες έκανα μετά... Άσε, ξεπατώθηκα... Αχ, ο ώμος μου...
- Και μένα μου φαίνεσαι λαπάς, και δε χρειάζομαι οδοντίατρο...
- Οδοντίατρο; Οφθαλίατρο ρε...
- Ξέρω, ξέρω τί λεω... Οδοντίατρο... Αφού δεν τρώγεσαι! Για να σε πιάσω... να, ίδιος όπως χτες! Είσαι φάβα, ρε! Να πας στα γκομενάκια να τα πεις - σε τα μας τώρα;

Got a better definition? Add it!

Published

Ο Νίκος Φίλης, ο νυν υπουργός της παιδείας (;) μας. (βλ. κατελισμός)


Βλ. εδώ κι εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αμπέλι που δεν έχουν περιφράξει κι απ'όπου μπορεί ο καθένας να μπαινοβγαίνει και να κάνει ο,τι θέλει. Να κλέβει αμπελόφυλλα, σταφύλια κι ο,τι άλλο βρει. Αναφέρεται σε ανθρώπους που εγκαταλείπουν την ιδιοκτησία τους και δεν τη διαχειρίζονται με αποτέλεσμα να γίνεται βορά εισβολέων. Κατ' επέκταση σε ανθρώπους που δεν τους ενδιαφέρει να διαχειριστούν τίποτε, ούτε και την ίδια τη ζωή τους ακόμη γιατί βαριούνται που τη ζουν και πάντα βρίσκουν μια βολική, ισχυρή και αδιάσειστη γι'αυτούς δικαιολογία για το ότι έχουν καταντήσει τη ζωή τους ξέφραγο αμπέλι και δεν τους νοιάζει πως να ζουν. Μοίρα όλων αυτών των καταστάσεων η ερημιά, η κατάντια, η καταστροφή. Ένα ξέφραγο αμπέλι είναι μίζερο πράμα που το'χει γεννήσει ένα πιο μίζερο, ακοινώνητο και κομπλεξικό μυαλό που ωθεί τα ίδια τα σέα και τα μέα του στην εγκατάλειψη, λόγω ανικανότητας αυτοδιαχείρησης και αυτοελέγχου. Συχνά οι ίδιοι ανίκανοι για διαχείριση είναι αυτοί που συνειδητοποιούν την κατάσταση αυτή που οφείλεται σε κείνους, μόνο και μόνο για να μπορούν να την κριτικάρουν έντονα και να την αποστρέφονται για να'χουν κάτι να κλαψουρίζουν, βρε αδερφέ και να ικανοποιούν την έμφυτη κλαψομουνίαση και κακομοιριά τους. Ζητάνε έτσι κηδεμόνες για τη διαχείρισή της και αυτών των ίδιων και να απαλλαγούν από το βάρος των ευθυνών του ξέφραγου αμπελιού που δεν είναι άλλο από τον εαυτό τους. Ποιος νοήμων άνθρωπος εγκαταλείπει το ένα και μοναδικό του χωρίς να έχει βρει κάτι άλλο, καλύτερο; - εκτός κι αν πάσχει από το αμάρτημα της οργής και στρέφεται κατά των εντέρων του, τρώγοντας τα λύσσακά του. Το ξέφραγο αμπέλι ή αλλάζει ή βουλιάζει, mes amis. Tschüss!


1. "Κοίτα τα εδώ τα σκουπίδια... Έχουν πνίξει τη φιλοσοφική και το αεροδρόμιο της Ζακύνθου... Ξέφραγο αμπέλι εδώ, ξέφραγο αμπέλι παντού, όλη η χώρα!"
2. "Τη μια είναι ο Τάκης, την άλλη είναι ο Μάκης, την άλλη θα είναι ο Σάκης; Τί θα γίνει στη ζωή σου, μωρή, με τόσους γκόμενους να μπαινοβγαίνουν; Ξέφραγο αμπέλι την έχεις καταντήσει... Μην απορήσεις αν βρεθείς σε κάνα χαντάκι μ'όλους αυτούς τους άχρηστους που μπλέκεις...

ψυχοπάθεια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή καργιατζουλάκι. Λέξη που την λένε στα μικρά παιδιά στο χωριό μου, ειδικά τα ατίθασα, τα αεικίνητα, χωρίς όμως να είναι ξινά ή κακομαθημένα, τα γλυκοσκανταλιάρικα, αυτά που ο,τι και να κάνουν τους τα συγχωρείς όλα, και αντίστοιχης σωματικής διάπλασης (μικροκαμωμένα με σπινθηροβόλο βλέμμα).

Συνδέεται με το καλικατζαράκι φωνητικά, αλλά και με την κάργια σαν να είναι παράγωγό της. Στα Κρητικά συνδέθηκε με τον σκορπιό, αλλά η καργιατζούλα σε άλλες διαλέκτους του Αιγαίου περιγράφει χλωρίδα, όπως την τσουκνίδα.

Προσωπικά την άκουγα ως περιπαικτική λέξη με διάθεση ειρωνείας, ειδικά στο υποκοριστικό της. Στην κανονική της εκδοχή, όταν δεν αναφέρεται σε παιδιά, σχετίζεται με κάτι κακό που σκαρώνεται από κιανέναν αξανάκωλο και έχει ανησυχητική χροιά.


1.- Γιάλε το, γιάλε το, το καργιατζουλάκι, απού'ναι πέντε πιθαμές, μα έχει γλωσσαράκι... (Γιάλε: μωρουδίστικη εκφορά του "διάλε")
2.- Εγροίκησές το, ίντα γίνηκε οψές;
- Πράμα δε γ-κατέχω.
- Ο Μιχαλιός του κυρ - Θωμά, εκαβαλίκεψε το μουρέλο και μπαλώτεψε τον αυλόγυρο. Φωθιά και λάβρα γίνηκε η εκκλησιά.
- Χίλια καζίκια του κώλου ντου, για καργιάτζουλας.

Επίσης, γράφεται και καριάτζουλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified