Πορτοκαλάκιας καλείται ο οδηγός με την παράξενη συνήθεια να λαμβάνει στα σοβαρά τον πορτοκαλί σηματοδότη των οδικών φαναριών και, αντί να επιταχύνει για να μην τον πιάσει το κόκκινο, να επιβραδύνει και να σταματάει.

Ο πορτοκαλάκιας προκαλεί νεύρα όταν ο συνεπιβάτης του βιάζεται, ωστόσο στηρίζει την επιλογή του να δίνει σημασία στο πορτοκαλί κάθε φορά που του ασκείται κριτική.

  1. Άσε μαλάκα, έχω πέσει σε πορτοκαλάκια ταρίφα και θα αργήσω..
  2. Οδηγώ μόνο 2 μήνες και είμαι λίγο ψαρωμένος και πορτοκαλάκιας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified