Φαινόμενο που παρατηρείται στο συνδικαλισμό, κυρίως τον φοιτητικό. Πρόκειται για την τακτική προσέλκυσης ψήφων/υποστηρικτών με την αξιοποίηση των γκομενικών προσόντων των μελών της οργάνωσης, η πολιτική ζύμωση με χρήση του γκομενικού στοιχείου. Ο γκομενοσυνδικαλισμός μπορεί να γίνεται σχεδιασμένα ή να προκύπτει αυθόρμητα. Ενίοτε χρησιμοποιείται και το αντίστοιχο ρήμα "γκομενοσυνδικαλίζω".
1) Νομίζω ότι ο μόνος τρόπος για να πάει η Μαρία στη συνέλευση είναι ο γκομενοσυνδικαλισμός του Μπάμπη.
2) Μεγάλο ποσοστό της συμμετοχής στις φοιτητικές εκλογές είναι αποτέλεσμα γκομενοσυνδικαλισμού. Οι δαπίτισσες είναι μαστόρισσες σε αυτό.
Να σημειωθεί ότι ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για καταστάσεις όπου ο στόχος είναι όντως το γκομένισμα αλλά το κονέ γίνεται μέσω του συνδικαλισμού
Τα φτιάξανε ο Μηνάς με την Αννέτα. Γκομενοσυνδικαλίζανε εδώ και κάποιο καιρό, από τότε που της είπε να πάει σε μια πορεία.