Ορισμός:ταπείνωση,περιπαίζω, μειώνω αλλά στην ουσία κατακρίνω σε αρκετά μεγάλο βαθμό.Συνήθως χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ποσό απαξιωτική ήταν η συμπεριφορά σου ή αυτά που είπες σε κάποιον. Η λέξη προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη (σκύβαλον) η οποία χρησιμοποιείται περισσότερο στην κυπριακή διάλεκτο και έχει την σημασία του σκουπιδιού, απορρίμματος.

Παράδειγμα εδώ

Παράδειγμα χρήσεως: Φίλε πολύ χοντρή η γκόμενα σαν μπουλντόζα ήταν η κωλάρα της.

Χαχαχαχαχ φίλε τι σκιβάλιασμα ήταν αυτό.

Ποπο φίλε τον είχαν στήσει στον τοίχο και τον σκιβάλιαζαν, δεχόταν κακεντρεχή σχόλια από παντού.

Got a better definition? Add it!

Published