Αυτος που περναγε από την Kυψελη φωναζε το εξης "πρωτοτυπο" : "καρεκλάς, αντε καρεκλάς"
[1\http://www.stougiannidis.gr/AENAON/AS9/kareklas.pdf Χτές ήρθε ο καρεκλάς ο Γιώργος στο πάρτυ, και φορούσε ένα καρεκλάδικο ντύσιμο, πουκάμισο με γιακά μεγάλο σαν προπέλα, βελούδινο κουστούμι, καμπάνα παντελόνι και μπότα-πλατφόρμα.

Συνήθως πλανόδιος, τεχνίτης πλεξίματος και επισκευής καρεκλών τύπου καφενείου (με ψάθυνο κάθισμα). Όσοι απο εμάς είμαστε αρκετά ηλικιωμένοι και το προλάβαμε, θυμόμαστε τον πλανόδιο, συνήθως Ρομά (γύφτους τους λέγαμε τότε) ο οποίος φώναζε "Έλα Έλα καρεκλάς" ή "Ο καρεκλάααας" κοκ. Θυλικό: καρεκλού

Επειδή συνήθως οι Ρομά εκείνη την εποχή πολές φορές φορούσαν και πολύχρωμα πουκάμισα, συχνά τύπου λαχουρέ, η χρήση του όρου εξαπλώθηκε και έλαβε μεταφορικό χαρακτηρισμό όσων φορούσαν πολύχρωμα ή κακόγουστα, παλαιομοδίτικα ή Disco ρούχα. Πλανόδιος Καρεκλάς Καρεκλάς επι το έργον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified