Selected tags

Further tags

Ο Γεραπετρίτης.

Αλήθεια, το ήξερες πως το πρώτο θερμοκήπιο φτιάχτηκε στο Στόμιο, στον Ξερόκαμπο το ’66; Πως για τρία χρόνια ο Απόστολος Διακάκης και ο Ολλανδός γεωπόνος Παύλος Κούπερ είχαν το αγγουράκι μονοπώλιο; Πως εξαιτίας της μετέπειτα αυξημένης παραγωγής οι Στειακοί λέγαν τους Γεραπετρίτες αγγουράδες; ‘Η πως η νοτιοανατολική Κρήτη είναι η ξηρότερη περιοχή της Ελλάδας, αυτή με τη μεγαλύτερη ηλιοφάνεια; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ταμπάκης που χρησιμοποιούσε ακαθαρσίες σκύλων (δες) και υβριστικά ο κάτοικος της Άμφισσας που ήταν γνωστή για τα ταμπάκικά της (δες).

Εγώ πάντως ως παιδί πρόλαβα τους σκυλοσκατάδες να μαζεβουν κόπρανα για τα βυρσοδεψεία. Ωραίες εποχές που μας τέλειωσαν όταν όλοι θέλαν να γίνουν σαν την Αθήνα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο επαγγελματίας που ασχολείται με το αμπαλάζ (συσκευασία) προϊόντων, εμπορευμάτων ή αντικειμένων. Εργάζεται σε μεταφορικές εταιρίες, στην παρασκευή τροφίμων κ.α.

Παράδειγμα εδώ Πριν φέρουμε το φορτηγό για τη μετακόμιση, θα περάσουν οι αμπαλαδώροι να συσκευάσουν τα έπιπλα και την οικοσκευή

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι ο στραγαλατζής, ο πωλητής στραγαλιών η φθηνών λαϊκών ξηρών καρπών γενικότερα όπως σπόρια φιστίκια αλλά και αμύγδαλα, φουντούκια, καρύδια, φιστίκια Αιγίνης κλπ. Κατά κανόνα προσδιορίζει τον πλανόδιο πωλητή. Επάγγελμα του παρελθόντος που τείνει να εκλείψει. Ο λεμπλεμπιτζής είτε κρατούσε καλάθι είτε διέθετε τροχήλατο θερμαινόμενο με κάρβουνα πάγκο-προθήκη για να τα διατηρεί ζεστά, εξ ου και το φουγάρο που προεξείχε και έβγαζε καπνό ερεθίζοντας ευχάριστα την όσφρηση των υποψήφιων πελατών. Σερβίριζε σε αυτοσχέδια χωνάκια που δημιουργούσε επί τόπου από χαρτί. Από το τούρκικο leblebi που σημαίνει στραγάλια, "ελληνιστί" και λεμπλεμπιά.

  1. Τώρα που θα περάσει ο λεμπλεμπιτζής, πες μου να σου αγοράσω μισό ευρώ φιστίκια.
  2. Πολύ μ αρέσουν τα ζεστά λεμπλεμπιά, αλλά χάθηκαν πια οι λεμπλεμπιτζήδες.

Got a better definition? Add it!

Published

Κάποιος που έχει την ικανότητα να χρησιμοποιεί drum machine. Συνήθως είναι συμπληρωματική ικανότητα μουσικού (ιδίως αρμονίστα).

ΑΓΓΕΛΙΑ: ΑΡΜΟΝΙΣΤΑΣ ΝΤΡΑΜΑΣΙΝΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΩΜΑΙ ΓΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ ΡΕΠΕΡΤΟΡΙΟ ΛΑΙΚΟΔΗΜΩΤΙΚΟ ΔΙΑΘΕΤΩ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΦΩΝΙΚΗ ΑΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΤΗΛ xx ΚΙΝ xxx ΜΠΩΡΩ ΝΑ ΚΑΛΥΨΩ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΣΥΛΟΓΩΝ ΒΑΠΤΗΣΕΙΣ ΓΑΜΟΥΣ ΚΑΙ ΜΑΓΑΖΙΑ ΜΟΝΟΣ Η ΚΑΙ ΜΕ ΣΧΗΜΑ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτος που περναγε από την Kυψελη φωναζε το εξης "πρωτοτυπο" : "καρεκλάς, αντε καρεκλάς"
[1\http://www.stougiannidis.gr/AENAON/AS9/kareklas.pdf Χτές ήρθε ο καρεκλάς ο Γιώργος στο πάρτυ, και φορούσε ένα καρεκλάδικο ντύσιμο, πουκάμισο με γιακά μεγάλο σαν προπέλα, βελούδινο κουστούμι, καμπάνα παντελόνι και μπότα-πλατφόρμα.

Συνήθως πλανόδιος, τεχνίτης πλεξίματος και επισκευής καρεκλών τύπου καφενείου (με ψάθυνο κάθισμα). Όσοι απο εμάς είμαστε αρκετά ηλικιωμένοι και το προλάβαμε, θυμόμαστε τον πλανόδιο, συνήθως Ρομά (γύφτους τους λέγαμε τότε) ο οποίος φώναζε "Έλα Έλα καρεκλάς" ή "Ο καρεκλάααας" κοκ. Θυλικό: καρεκλού

Επειδή συνήθως οι Ρομά εκείνη την εποχή πολές φορές φορούσαν και πολύχρωμα πουκάμισα, συχνά τύπου λαχουρέ, η χρήση του όρου εξαπλώθηκε και έλαβε μεταφορικό χαρακτηρισμό όσων φορούσαν πολύχρωμα ή κακόγουστα, παλαιομοδίτικα ή Disco ρούχα. Πλανόδιος Καρεκλάς Καρεκλάς επι το έργον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει κάθε μπύρα που προτιμούν οι χτίστες όταν κάνουν το διάλειμμα τους γύρω στις 14:00 ντάλα μεσημέρι. Στέλνουν το θύμα στο κοντινό περίπτερο από όπου αγοράζει μπύρες, πατατάκια, κρουασάν και αν βρει κανένα frappe. Από τις περιπτερόμπυρες κλασσικές χτιστόμπυρες είναι οι φτηνές Άλφα, Βεργίνα, Ηeineken, Amstel. Βέβαια παρατηρείται ιδιαίτερη προτίμηση στην Amstel η οποία έχει ανέλθει σε σήμα κατατεθέν της χτιστόμπυρας.

-Τι θα πάρετε παιδιά;
-Μισό κιλό κόκκινο. -Μια χτιστόμπυρα. -Άλλη μια.
-Άννα! Μισό κόκκινο και δυό Άμστελ στο 11.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που κόβει τον γύρο στα γυράδικα.

οταν σπούδαζε ιστορία της τέχνης δεν ήξερε οτι στην ελλάδα καλήτερα να σπουδάσεις γυροκόφτης?

http://www.anime.gr/forum/topic/2984-%CE%BF%CE%B9-%CF%87%CE%BB%CE%B9%CE%B4%CE%AC%CE%BD%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%BF%CE%B9/

Got a better definition? Add it!

Published

ο τυλίγων πίτες στα γυράδικα. Αυτός που σσκεί επάγγελμα χωρίς να έχει κάποια ιδιαίτερη κάταρτιση πάνω σε αυτό. Γιατί ο καθένας μπορεί να τυλίξει γύρους, αλλά φυσικά δεν μπορεί ο καθένας να το κάνει για 10 συνεχόμενες ώρες και μάλιστα καθώς θα στέκεται όρθιος.

Τέσσερα έφαγα σε ένα βράδυ, τα δύο για το βουβάλι και τα άλλα δύο γιατί είναι κούκλος ο πιτοτυλιχτής και ήθελα να του κάμω νάζια.

Πηγή: Κλαρίνα Μπουράνα: 52ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης | iefimerida.gr

Got a better definition? Add it!

Published

Η κατάσταση όπου στη δουλειά σου δεν έχεις να κάνεις τίποτα και όλη μέρα τα ξύνεις και ματώνουν. Μόνιμη εικόνα σε εφορίες, ασφαλιστικά ταμεία και την πλειοψηφία των δημοσίων οργανισμών. Ο Διογένης αποτελεί το τοτέμ αυτής της κατάστασης. Έχει κολλήσει η πέτσα του στην καρέκλα.

- Συνάδελφε Αποστόλη πως πάει σήμερα η δουλειά?
- Εδώ μωρέ...ξυσιαμόλ.

- Άντζη με τι ασχολείσαι?
- Με το μόνιμο ξυσιαμόλ μου, έχω σαπίσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified