Συνώνυμο του Ψωλαρέου, δηλαδή του άντρα που διαθέτει ψωλή. Όπως και το Ψωλαρέος συνήθως χρησιμοποιείται στον πληθυντικό για αντροπαρέα. Πρωταρχικός και κύριος στόχος των Μασουλαρέων είναι να "μασουλήσουν", δηλαδή να "φάνε" κανά μουνάκι.
- Μίλησες με την Ελενα για απόψε? Θα φέρει και τις μουνάρες της φίλες της? - Θα τις φέρει ναί, αλλά θα έχουν και ένα μασουλαρέο μαζί. Απ'οτι μου είπε η Ελενα είναι λίγο κομπάρσος αυτός, οπότε εντάξει είμαστε.