Λαϊκή, χιουμοριστική ή παιδική ονομασία του γυναικείου γεννητικού οργάνου.
Της ψιθύρισε στ’ αυτί κάτι για το λιλίκι της κι εκείνη γέλασε ντροπαλά.
Λαϊκή, χιουμοριστική ή παιδική ονομασία του γυναικείου γεννητικού οργάνου.
Της ψιθύρισε στ’ αυτί κάτι για το λιλίκι της κι εκείνη γέλασε ντροπαλά.
Got a better definition? Add it!
Ο τόπος (χώρα, πόλη, τοποθεσία, μαγαζί ή γαμαζί) που έχει πολλές και όμορφες γυναίκες, όντας ένας λειμών, ένας παράδεισος για άνδρες που θέλουν να νοτίσουν τη χλόη με το σπέρμα τους. Αντώνυμο: αρχιδόκαμπος.
Got a better definition? Add it!
Σλανγκισμός του
, άσματος της Κλαυδίας Παπαδοπούλου, που μας εκπροσώπησε στη Eurovision το 2025, εννοείται γυναίκα με αιδοίο που εκτυφλώνει με τη λάμψη του.
Αστερομουνα μου γυμνη Γειρε να σε γαμησω Στα αγια μου τα σπερματα Tα χειλη σου να πνιξω. (Δημοτικό δύστυχο στο Χ).
Got a better definition? Add it!
Ο μουνόδουλος που λαχταρά πολύ το γυναικείο αιδοίο.
Λίγο με το μαλακό, δεν πρέπει να δείχνεις πολύ λαχταρομούνης.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για υπαρκτό διαδεδομένο ελληνικό επώνυμο, το οποίο, όμως, ανανοηματοδοτείται και χρησιμοποιείται για να μεταφέρει στα ελληνικά κάπως πιο φυσικά τον αγγλικό όρο mangina, εκ του man= άνδρας και vagina= μήτρα, ο οποίος σημαίνει σκωπτικά και αποδοκιμαστικά τον άνδρα που θεωρείται ως εκθηλυσμένος, ως έχων φεμινιστικές ανησυχίες λόγω εκθηλυσμού και ως μάταια κολακεύων τις θηλυκότητες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης με το να παρουσιάζεται ως μη τοξική αρρενωπότητα, αλλά ως σύμμαχος (το θηλυκό αντίστοιχο στην τελευταία περίπτωση που παρουσιάζεται ως σύμμαχος των ανδρών ενάντια στις γυναίκες λέγεται pick me). Κάπως πιο κυριολεκτικά είναι ο άντρας που κρύβει το πέος του ανάμεσα στα μπούτια του, ώστε να φαίνεται σαν να έχει αιδοίο.
Διαμαρτυρήθηκε ότι της έκανε κάποιος καμάκι στο νησί με παρενοχλητικό τρόπο και έχουν βγει όλοι οι μαγγίνες να τη γλείφουν.
Got a better definition? Add it!
Από τη λέξη της Ρομανί mindž, που σημαίνει το αιδοίο, είναι έκφραση των καλιαρντών για τη γυναίκα, ενώ στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε και για τη λεσβία που έχει στερεοτυπικά θηλυκά χαρακτηριστικά, που είναι φαμ ή γυναικάκι. Ο αντίθετος αρρενωπός ρόλος λέγεται τζίβα ή μπουτς ή νταλίκα.
Δεν είναι "ομόφυλο" ζευγάρι, είναι τζίβα και μούντζα. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 46).
Got a better definition? Add it!
Η λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά. Από το αγγλικό dyke που ετυμολογείται πιθανόν από το bull-dyke και μαρτυρείται από το 1921.
Ούτε τις ντάικ είχα, δηλαδή έπρεπε να έχω νταραβεριστεί; Φασωθεί, αν έχω φασωθεί με ντάικς, ε με κάνα δυο. Αποτυχημένα. Είναι σαν να είμαι εγώ. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 65).
Got a better definition? Add it!
Από τη λέξη της Ρομανί mindž, που σημαίνει το αιδοίο, είναι έκφραση των καλιαρντών για τη γυναίκα, ενώ στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε και για τη λεσβία που έχει στερεοτυπικά θηλυκά χαρακτηριστικά, που είναι φαμ ή γυναικάκι. Ο αντίθετος αρρενωπός ρόλος λέγεται τζίβα ή μπουτς ή νταλίκα.
Δεν είναι "ομόφυλο" ζευγάρι, είναι τζίβα και μούντζα. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 46).
Got a better definition? Add it!
Το ορθογώνιο κομμάτι από το τριχωτό του εφηβαίου που αφήνουν ορισμένες γυναίκες, ενώ έχουν αποτριχώσει το υπόλοιπο άκα διάδρομος προσγείωσης.
Δεν είχε κάνει πλήρη αποτρίχωση, διατηρούσε ένα τριμαρισμένο μουστάκι του Χίτλερ.
Got a better definition? Add it!