Κάνω λιανά κάτι, το εξηγώ αναλυτικά ώστε να το καταλάβει ο άλλος, ειδικά αν πρόκειται για στόκο. Βλέπε επίσης το κάνω πενηνταράκια. Προέρχεται απ' τον προγενέστερο ορισμό της λέξης «νιανιά», δηλαδή του φαγητού που το αλέθουμε για να το καταπιεί ο άλλος πιο εύκολα.

Την έκφραση χρησιμοποιεί συχνά ο τρισμέγιστος Γιώργος Γεωργίου.

- Γιώργο βλέπεις να κάνουμε τίποτα φέτος στην Ευρώπη;
- Με αυτή την ομάδα; Παπάρια μάντολες.
- Γιατί ρε Γιώργο;
- Για να στο κάνω νιανιά να το καταλάβεις, άμα δεν πάρεις δύο πλάγιους να τρέχουν σα σκυλιά στον ασβέστη, δε πρόκειται να παίξεις μπάλα.

(από HardcoreGR, 06/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified