Selected tags

Further tags

Μυθικής γεύσης τοπικό έδεσμα των Κυκλάδων και ειδικότερα της Νάξου. Παράγεται σε τοπικούς φούρνους. Σύμφωνα με το μύθο, οι πατάτες που βαριόσαντο να πανε και να πουληθουν στα παζαρια της ηπειρωτικής Ελλάδας αιχμαλωτιζονται κάθε καινούργιο φεγγάρι και παραδίδονται σε ειδικούς φούρνους που τις κάνουν πίτες για ανυποψίαστους τουρίστες και ξεναγους.

Η γεύση της πατατοπιτας, παρά το μεγάλο ντόρο γύρω από το έδεσμα παραμένει έτσι κι έτσι.

κολύμπησε 15 ώρες για να φτάσει στο νησί και τσάκισε 4 βαρεμένες πατατοπιτες από τη λιγουλάκι του.

Η Ιωάννα γύρισε όλο το νησί από φούρνο σε φούρνο και τελικά βρήκε βαρεμένη πατατόπιτα, τελικα η κούρου ήταν καλύτερη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ποικιλία της Κεφαλονιάς, τρώω τον δαύλιακα σημαίνει τρώω πάρα πολύ, τρώω τον περίδρομο.

Τον δαύλιακα φάγαμε πάλι σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυνανίζομαι.

Πήρε θεματάκι από την παραλία και τον έχει αβγοκόψει.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Χαρακτηρισμός Ρουμελιωτών, όπως οι Αγρινιώτες ή οι κάτοικοι της Σπερχειάδας με έφεση στην παρασκευή και κατανάλωση κοκορετσιού. (Δες).
    1. Οι κοκανοϊμανείς, επειδή η κόκα σλανγκίζεται ως κοκορέτσι.
    2. Αυτοί που έχουν πάθος με το ποδοσφαιράκι που λέγεται και κοκορέτσι και κυρίως οι άσχετοι παίκτες που δεν επικεντρώνουν στην μπάλα, αλλά γυρίζουν μηχανικά τους "σουβλισμένους" παίκτες σαν σούβλα.
  1. Οι κοκορετσάδες! Από την εποχή της Τουρκοκρατίας το προσωνύμιο (παρατσούκλι) των κατοίκων της Σπερχειάδας, είναι «κοκορετσάδες»! Ως γνήσιοι Ρουμελιώτες, οι Σπερχειαδίτες δεν έπαψαν ούτε στιγμή να τιμούν το παρατσούκλι τους! Μάλιστα, την εποχή των «Τρελών Αγελάδων» όταν η Κομισιόν εξέδωσε οδηγία για μη κατανάλωση εντοσθίων, οι Σπερχειαδίτες γελούσαν, συνεχίζοντας βέβαια να απολαμβάνουν τον ξεχωριστό – λαχταριστό μεζέ τους! (Lamia Now).
  2. Οι κοκορετσάδες που το παιζουν εφοπλιστες (δυο βραχάκια για 5 μοετ να πουλησουμε μουρη μπας και μας κατσει κανενα ανερχομενο μοντελακι..),οι τοκολυφοι και βασικοι οι γιοι τους, το μαυρο χρημα και κοιτωντας δεξια αριστερα μην σκάσει καμια σφαίρα ή καμία σύλληψη δημοσια.... Τα παιδάκια που το παιζουν μπράβακια από την ντόπα στα GYM και ψάχνουν φορτωμένη 40αρα για ζιγκολικι και καμια @@μητη πιτσιρίκα που θα πει "ουάου" και που κλεινουν τραπέζια ανά δεκάδα με 20 ευρω το ατομο(ενα μπουκάλι μίνιμουμ φρι) αλλά αισθάνονται κατι μεταξύ Ανιέλι και Νιάρχου και οποια τσιμπησει.... Αμαξι από την εκθεση αυτοκινήτου ή του μπαμπα αν δεν το πήραν σε ντου της δίωξης ή του ΣΔΟΕ και κοριτσάκια που αναζητουν τον χρυσό χορηγό για γάμο και σχέση ή έστω για το μήνα και την βραδινή έξοδο ελπίζοντας να μην είναι πιεστικός και θέλει κρεβάτι...Οποια έχει μάθει στα κοκορέτσια αναγκαστικά κάθεται βέβαια.... (Red Hoops).
  3. Παίξε μπάλα ρε κοκορετσά που μόνο να γυρίζεις τη σούβλα ξέρεις.

Got a better definition? Add it!

Published

Η γαρνιτούρα, η σάλτσα, το συνοδευτικό. Πολλές φορές συνοδεύεται από τη χειρονομία περιστροφής του χεριού γύρω από τον καρπό όπως έκανε ο Γιώργος Κωνσταντίνου όταν παράγγελνε προφιτερόλ στο "Χτυποκάρδια στο Θρανίο".

Η Κρίστυ όλο δίαιτα λέει ότι κάνει και μου τρώει συνέχεια τα ζεπλεβουντί από το γύρο μου και μένει σκέτος και δεν γλιστράει.

Got a better definition? Add it!

Published

Ρήμα,>πουτσα,(-ώνω),τρώω κάτι με πολλή όρεξη, συνήθως ψωμοειδές, συνώνυμο : ντερλικώνω,χλαπακιάζω, καταβροχθίζω

Δες τον Μάκη ρε, δεν πεινούσε αλλά δυο πιτόγυρα μια χαρά τα πούτσωσε.

Πωωωω τι σαντουιτσάρα είναι αυτή, φέρ'την εδώ να την πουτσώσω.

Got a better definition? Add it!

Published

Καβλόρδα, η (ουσ.). Η ξαφνική υπέρτατη πείνα που κυριεύει ένα θηλαστικό μόλις αντικρύσει ή συλλογισθεί τον πραγματικό ή δυνητικό ή φανταστικό σύντροφό του. Η παρουσία φαγητού είναι προαιρετική.

- Παίρνω άδεια από τη μονάδα, γιατί τρεις μήνες είχα να τη δω. Μου γύρισε το μάτι από την καβλόρδα. Δεν ήξερα αν ήθελα να την πηδήξω ή να τη φάω.

- Και σκάει η Βεατρίκη με χειροπέδες και νουτέλα.
- Πω ρε φίλε, καβλόρδα!

- Έβλεπα στον ύπνο μου τη Λέα Σεϊντού να τρώει παγωτό ξυλάκι και με είχε πιάσει μια καβλόρδα, πού να στα λέω.

Got a better definition? Add it!

Published

Η διαπίστωση της ύπαρξης υπερβολικής ποσότητας υδατάνθρακα στο φαγητό. Συνήθως η συγκεκριμένη διαπίστωση προέρχεται από χερσοφάλαινες ή βοθροκοιλιάδες αφού ντερλικώσουν.

Μήτσο τι τρως εκεί? Έχω φάει 5 donut αλλά πολύ ψωμί ρε αδερφέ.

Πήγα χθες και έφαγα 3 burger αλλά πολύ ψωμί, δεν άξιζε.

Ήρθε χθες ο γιδαρμέχτης, δήθεν να δοκιμάσει τις πίτσες και ενώ έτρωγε το 15ο κομμάτι πίτσας μας λέει , «πολύ ψωμί, δε τρελάθηκα»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλυκό έδεσμα με καταγωγή από τα βάθη της Ασίας. Σερβίρεται ζεστό η κρύο και αποτελεί το ιδανικό επιδόρπιο στα καλύτερα εστιατόρια.

Σου έφτιαξα φρέσκο τζελέπι. Μη το φας όλο, άσε και για το Χρήστο λίγο.

-Μάνα πάω βόλτα. -Τζελέπι να πάρεις!

Ποο έφαγα 2 κιλά τζελέπι. Πάω να κάνω το χοντρό μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται, σύμφωνα με βικιπαίδεια, απο την περσική λέξη sharbat (شربت) που σημαίνει ποτό με νερό και ζάχαρη.

Υπάρχουνε διάφορες παραλλαγές της λέξης στα αραβικά και τουρκικά με παραπλήσιες η συναφείς ερμηνείες.

Σε μας χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει:

  1. Εμφατικά, κατι το υπερβολικά γλυκό στη γεύση.
  2. Στο πληθυντικό αριθμό μπορει να σημαίνει έντονες και διαχυτικές ερωτοτροπίες.
  3. Σε περίπτωση γρονθοκόπησης, μαζί με το ρήμα παίρνω σημαίνει αιμορραγία.
  1. Θεσσαλονικιός:-αμάν βρε παιδάκι μου, πολυ ζάχαρη μ' έβαλες στον καφέ. Σερμπέτι τον έκανες.
  2. -καθίσανε λοιπόν οι δυο τους στο παγκάκι κι αρχίσανε τα σερμπέτια (τις γλύκες).
  3. -του τραβάει ενα μπουνίδι και τον πήρανε αμέσως τα σερμπέτια.

Got a better definition? Add it!

Published