Το ψεύτικο, το ιμιτασιόν, η δευτεράντζα. Σε αντιδιαστολή με το φυσικό, το αληθινό, το ωραίο.

Χρησιμοποιείται κατά κόρον για το φαγητό των ταχυφαγείων, των γνωστών φαστφουντάδικων, αλλά και για τις πιστωτικές κάρτες, αν και για το δεύτερο η ετυμολογία μπορεί να έχει να κάνει και με το υλικό κατασκευής τους. Τέλος, σε σχέση με την πλαστική χειρουργική και τις αισθητικής φύσεως «πλαστικές» επεμβάσεις, χρησιμοποιείται και για τα μέρη εκείνα των γυναικών (κυρίως) που έχουν βελτιωθεί μέσω της επιστήμης.

1
- Δεν παραγγέλνουμε κανά Goody's να την πέσουμε να δούμε ματς;
- Σιγά ρε μαλάκα μη φάμε πλαστικό. Πάμε σ' αυτό γωνιακό το ταβερνάκι να λαδώσει λίγο τ' αντεράκι μας. Ούτως ή άλλως οι Κροάτες θα τους πατήσουν τους Τούρκους αλύπητα, τι να δεις; (σσ. famous last words)

2
- Αύγουστο λέμε για Μύκονο, καμιά εικοσαριά μερούλες να ξεκουραστούμε εκεί στο Cavo Tangoo.
- Τι λε ρε μαλάκα; Και πού τα βρήκες εσύ τα φράγκα για 20 μέρες εκεί ρε φιδέμπορα;
- Πλαστικό χρήμα αγόρι μου. Ξόδευε για να προσεύχονται οι τράπεζες να μην πάθεις τίποτα.

3
- Πωωωωωω, τι βυζί είναι αυτό ρε δικέ μου; Πού το είχε κρυμμένο αυτό το πράμα η Ντορίτσα;
- Στον Φουστάνο ρε άσχετε το είχε κρυμμένο. Δε βλέπεις ότι είναι πλαστικό; Αφού ήταν αβύζου και ακώλου γωνία το κορίτσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified