Στα σλάνγκικα σημαίνει αγνοώ, γράφω στ΄ αρχίδια μου κάποιον. Εφόσον λείπει ο προσδιορισμός μετά το ρήμα, υποννοείται ότι η παραπομπή είναι στο πουθενά, στον κάλαθο των αχρήστων, εκεί που δεν πιάνει μελάνι, στα αζήτητα. Συνήθως χρησιμοποιείται σε παρελθοντικό χρόνο.

- Χτες στο εστιατόριο της σχολής μας έπιασε ένας ΕΛ και μας έλεγε ότι φτιάχνουν καύσιμα για αεροπλάνα από ελληνικό γιαούρτι.
- Λέγε.
- Τι να πώ ρε, μας ζάλισε τον έρωτα. Τον παρέπεμψα κλασικά.
- Ε τι α κανς; α κάειτς να μαλώεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified