1. Όταν κερδίζεις στο πάμε στοίχημα (αντίθετο του στον κουβά)

  2. Γενικά όταν βγαίνεις νικητής από μια κατάσταση, όπως όταν ρίχνεις μια γκόμενα, παίρνεις ένα μπόνους κτλ.

  3. Σε ακραίες περιπτώσεις έχει ακουστεί από δυσκοίλιο άνθρωπο όταν κατάφερε τελικά να πάει τουαλέτα.

  1. - Χτες πήγα ταμείο με τη Μίλαν και τη Γαλατά.

  2. - Παίξε γαύρο, Μπάρτσα και Γιούβε και θα πας συστημένος στο ταμείο.

  3. - Χτες πήγα ταμείο με τη Μαρία.

  4. - Με πήγαν ταμείο αυτά τα χάπια για το χέσιμο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified