ασβόλι (το) - ουσιαστικό < α(στερητικό) + σβόλος

Λέξη που δημιουργήθηκε σε περίοδο διακοπών, πιθανότατα σε παραλία είτε γυμνιστών είτε όχι. Αναφέρεται στο φαινόμενο εκείνο (γιατί για φαινόμενο πρόκειται) κατά το οποίο το γυναικείο δέρμα ,στην περιοχή των γλουτιαίων, δεν παρουσιάζει ανωμαλίες (σβόλους).

Στη Νέα Ελληνική η λέξη τείνει να εξαφανιστεί και αντικαθίσταται από τον όρο "έλλειψη κυτταρίτιδας". Η χρήση της παρατηρείται πλέον κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα (κυρίως τον Αύγουστο) και σε ορισμένα νησιά (Αγκίστρι, Δονούσα, κλπ).

Ενδεικτικά παραδείγματα χρήσης της λέξης:

Πω πω αυτή η γκόμενα είναι ασβόλι!

ή

Καλά η φάση εκεί είναι ασβόλι!

Στο δεύτερο παράδειγμα η λέξη χρησιμοποιείται και ως τοπικός προσδιορισμός που χαρακτηρίζει τόσο το μέρος όσο και την ανδρική/γυναικεία διάθεση που προξενεί το ασβόλι.

Στις μέρες μας το φαινόμενο αυτό παρατηρείται όλο και πιο σπάνια, λόγω της εισαγωγής γρήγορου φαγητού (fast food) και κόκα-κόλας στις διατροφικές μας συνήθειες. Γι' αυτό έχουν αναπτυχθεί ειδικές τεχνικές ηλεκτρονικής επεξεργασίας εικόνας (ρετούς) ώστε σώματα γνωστών περσόνων να φαίνονται σαν ασβόλια.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ρετούς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified