Η μη τεκμηριωμένη λογικά ή επιστημονικά άποψη που, ωστόσο, διατυπώνεται με το στόμφο και τη σιγουριά σαν να πρόκειται για γερά θεμελιωμένη θέση. Συχνά η αποψάρα αναλύεται με δασκαλίστικο ύφος και ολοκληρώνεται με μορφασμούς αυταρέσκειας.
1) - Να ξέρεις η οικονομική κρίση είναι ένα σχέδιο των νεφελίμ και του κοινού της σιών χρόνια τώρα!
- Ναι την έχω ακούσει και αυτή την αποψάρα..
2) -Θα βγούμε σήμερα με τον Άλκη;
-Ρε φίλε άμα βγούμε με αυτόν θα μας ζαλίσει τα αρχίδια με τις αποψάρες του..
Ορισμένες φορές ο όρος διατυπώνεται τίμια, για να αναδείξει ο συνομιλητής το περιορισμένο εύρος γνώσεών του και άρα και το πιθανόν μη θεμελιωμένο της άποψής του.
- Μπορείς να μου εξηγήσεις τη γίνεται ακριβώς με τα κρατικά ομόλογα;
- Επειδή δεν το έχω ψάξει καλά το ζήτημα θα σου πω την αποψάρα μου μόνο.