Ένα πιστοποιημένο προϊόν ή υπηρεσία. Επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δώσει έμφαση στις ικανότητες και τα χαρακτηριστικά ενός προσώπου π.χ την εχεμύθεια, την σεξουαλική απόδοση κ.α. Προέρχεται από το γαλλικό certifié. Ανήκει στην μεγάλη ομάδα γαλλικών τεχνικών όρων που πλέον χρησιμοποιούνται στα ελληνικά για να υποδηλώσουν κατάρτιση μάστορα με μάστερ στη πιάτσα.


Παράδειγμα 1
-Τι κινεζιά σίδερο μου ΄φερες ρε Μιχάλη; Να λαμπαδιάσουμε εδώ μέσα!
-Σιγά μη πλερώ τα σερτιφιέ σα του μουνί της Παναγίας να πούμε! Είναι ΟΕΜ, ίδια ποιότητα με τα Bosch λέμε.

Παράδειγμα 2
-Άννα, ο Νίκος! Τι γκομενάκι είν΄ αυτό θεέ μου!
-Είναι... και είναι κρίμα απ το θεό...
-Γιατί ρε;
-Καλά βλαμμένη είσαι;
-Τι;
-Το παιδί είναι σερτιφιέ αδερφή ρε, δεν είδες τον χαρλεά που τον πάρκαρε απ' έξω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified