Παλιομοδίτικο επίθετο που χαρακτηρίζει πέος σε ημιστύση, ούτε γκαβλωμένο, ούτε αγκάβλωτο, ντεμί.

- Αμάν πια αυτός ο Τάκης, μια ώρα του την έπαιζα και πάλι γεμελέ ήταν.
- Εμ βέβαια, Τασία μου, ένα μπουκάλι Τσώνη κατέβασε χτες στον Κεκεμπάνο, τι περίμενες;

Φίλιππος Νικολάου - Μεγιέ μελέ (από allivegp, 18/09/10)(από suxumuxu, 18/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified