Αγνώστου γλωσσολογικής προέλευσης και σπάνια έκφραση για το «λαιμός»-«λαρύγγι». Συνήθως συνδυάζεται με έννοιες που υποδηλώνουν χασισοποτεία.

Ήπια ένα δίφυλλο και μου στέγνωσε το μπισκιτίτ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified