Απο το τάγκα-νίκα. Χρησιμοποιείται για το στριγκάκι. Δροσερό αποκαλυπτικό γυναικείο (κατα βάση) εσώρουχο που χαρίζει στα κωλομέρια χώρισμα και σε εμάς χαρά.

-Έσκυψε που λες, Πανάγο, η Γεωργία και πετάχτηκε όξω η ταγκανίκα της. Γκαύλα σου λέω γκαύλα...

Σε σχήμα V (= victory) (από Vrastaman, 05/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified