Ξεκαθαρίζω, σκοτώνω, to smoke somebody, εκ του παστρικό.
Βλ. και παστρικιά.
- Ε ρε πόσα μεμέτια θα ξεπαστρέψω αν γίνει κάτι με τα γειτονόπουλα μας! Και ας με καθαρίσουν! Αλλά έως ότου το κάνουν ε, ρε πόσοι από δαύτους θα δαγκώσουν λάσπη...
Got a better definition? Add it!
Published 2009-06-30 18:47:33+00:00 Last modified 2009-07-01 06:09:24+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.