Από την καρωτίδα.
Όταν κάποιος σηκώνει τα χέρια του στο ύψος του λαιμού του άλλου και στοχεύει την καρωτίδα του με σκοπό να την σφίξει μέχρι αηδίας και να αποκόψει τη οξυγόνωση του εγκεφάλου, να του προκαλέσει παραισθήσεις προτού τον καθαρίσει λόγω ασφυξίας.
Αν όμως το γράφουμε με -ο-, τότε είναι από το χρώμα του καρότου. Μάλλον όμως δεν είναι έτσι, διότι το χρώμα του ανθρώπου που έχει υπεραιμία λόγω αυξημένης πίεσης -λόγω νευριάσματος και λόγω του μαλάκα απέναντί του- είναι κόκκινο και ουχί καροτί.
υ.γ.:
μη με συγχύζετε, είμαι σε ηλικία εμφράγματος,
ευχαριστώ
Δ.Π. πονηρόσκυλος
Κρατάτε με ρέε, θα τον πυροβολήσω πρώτα στο κεφάλι και θα τον καρωτιάσω τον πούστη μετά!