(και θαλασόγκαβλος και θαλασόγκαυλος και θαλασσόκαυλος)

Ουσιαστικό από τα θάλασσα + (γ)κάβλα ή καύλα, που αναφέρεται σε άτομο που εμφανίζει ακατάσχετη προσκόλληση με το υγρό στοιχείο. Η έννοια της λέξης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον πατέρα της ψυχολογίας τον Φρόυντ και την εμμονή του στο υγρό στοιχείο. Εξ ου και η ικανοποίηση των λουόμενων κατά τη διάρκεια της διακόρευσης των κυμάτων.

- Πόση ώρα είναι μέσα ο άλλος;μΛες να πνίγηκε;
- Όχι ρε συ, μην ανησυχείς... Αφού σου το 'χω ξαναπεί... είναι μεγάλος θαλασσόκαβλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified