Σε σχέση με τον νταβραντισμένο, χαρακτηρισμός τύπου ασουλούπωτου και εύσωμου, κατά βάση άξεστου, που το παίζει γόης και γαμίκουλας. Ιδανικό ταίρι κουλτουριάρας σαβουρογκόμενας, πεινασμένης και κάποιας ηλικίας.

Ο Μητσάρας ο νταβραμπάς την κατάφερε τελικά εκείνη τη μπατάλω τη Γαλλικού!!

Got a better definition? Add it!

Published